Όταν έφυγαν τ' αγάλματα
ΟΤΑΝ ΕΦΥΓΑΝ Τ’ ΑΓΑΛΜΑΤΑ | 149 «Θυμάμαι, ήταν Σεπτέμβρης». Η φωνή της αρχικά ήταν άχρωμη. «Ο Σεπτέμβρης που αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψου με το σπίτι μας, το βιος μας, τη ζωή μας. Ήταν όμορφο το σπίτι μας. Δίπατο, με παράθυρα μεγάλα. Με κρυστάλ λινους πολυελαίους, δρύινα πατώματα, ζωγραφισμένα πλακάκια στα μπάνια. Στα παράθυρα η μητέρα είχε όμορ φες γαλαζοπράσινες κουρτίνες από δαμασκηνό ύφασμα. Τα τραπέζια ήταν πάντα στρωμένα με κεντητά τραπεζο μάντιλα. Στους τοίχους ζωγραφιές και φωτογραφίες σε κορνίζες. Στα παράθυρα ζουμπούλια και γεράνια. »Όταν όμως, εκείνο τον Σεπτέμβρη, άρχισε το μακε λειό, αν θέλαμε να σωθούμε, έπρεπε να φύγουμε όπως όπως, παρατώντας τα πάντα πίσω μας. Πηγαινοερχόμα σταν οι γυναίκες πανικόβλητες να πάρουμε φεύγοντας
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=