Εφιαλτικές νύχτες: Νοέμβριος 1942

1-8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 27 Ο Ρίζε μένει με τους άλλους της ομάδας του σ’ ένα διευρυμένο χαράκωμα, μ’ ένα κομμάτι τέντας για πόρτα, με μια σκεπή από ξύλινα δοκάρια που στάζουν νερό και χώμα, ζεσταίνονται από μια μαντεμένια σόμπα, για φαγητό εξυπηρετούνται από μια κινη- τή στρατιωτική κουζίνα που βρίσκεται κρυμμένη πέρα μακριά σ’ ένα φαράγγι, εκεί όπου πρέπει να πηγαίνουν τρέχοντας προστα- τευμένοι από το σουρούπωμα. Δυνατότητα να πλυθεί δεν έχει, δεν μπορεί καν να αλλάξει τις βρεγμένες μπότες και κάλτσες. Οι στιγμές ηλιοφάνειας αντικαθίστανται από άλλη μια νεροποντή. Το δασώδες τοπίο φαίνεται όλο και πιο άδειο, γυμνό, μουσκεμέ- νο, με χρώματα ξεθωριασμένα, σαν σε μουντή ακουαρέλα. Το νερό της βροχής κυλάει στους μαλακούς δρόμους. Το ψηλό χορ- τάρι έχει διπλώσει, σαν να περιμένει τον παγετό και το χιόνι. Τις μέρες ο Ρίζε και οι άλλοι σκάβουν το υδατοκορεσμένο όρυγμα ή καθαρίζουν τα όπλα ή τα πυρομαχικά ή κάποια από τα πολυβόλα ή εκείνο το χαμηλό αντιαρματικό κανόνι που χειρίζεται η ομάδα. Τη νύχτα φυλάει σκοπιά, μία ώρα περίπου· μετά μπορεί να ξεκουραστεί μέχρι και τρεις ώρες. Αυτά κάνει τον περισσότερο καιρό. Στέκεται στη σκοπιά, «εξαντλημένος, παγωμένος, γεμάτος νοσταλγία, ανίσχυρος». Οι νύχτες κομματιάζονται έτσι και η έλ- λειψη ύπνου προσθέτει άλλη μια από τα ίδια σ’ εκείνη την αμβλύ- τητα που μουδιάζει το κορμί του και την ψυχή του. Πράγματα που σχεδόν τον τρόμαζαν έναν χρόνο πριν, σήμερα δεν τον αγγίζουν καν. Απεναντίας, κάποιου είδους ευλογημένη αδιαφορία ήρθε και ρίζωσε μέσα του. Ο Ρίζε δεν ξέρει αν η αίσθηση αυτή πηγάζει από «μοιρολατρία ή από εμπιστοσύνη στον Θεό». Ο κίνδυνος του θα- νάτου έχει γίνει κάτι σαν καθημερινότητα. Όπως και ο θάνατος. Ο Βίλι Πέτερ Ρίζε είναι είκοσι ενός χρόνων, απλός στρατιώτης στην 95η Μεραρχία Πεζικού, 279ο Σύνταγμα, 14ο Λόχο του γερμανικού στρατού. Είναι λεπτός και φοράει ματογυάλια χωρίς

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=