Εφιάλτης στην Αριζόνα

1 Ο δρόμος έστριβε αριστερά και μετά δεξιά, ο ρυθμός του έκανε τα βλέφαρα της Όντρα Κίνεϊ να βαραίνουν σε κάθε χιλιομετρικό δείκτη που περνούσε. Είχε σταματήσει να τους μετράει· έκαναν απλώς τη διαδρομή να φαίνεται μεγαλύτερη και πιο αργή. Είχε τα δάχτυλα τεντωμένα στο τιμόνι, οι κόμποι των χεριών της πονούσαν, οι παλάμες γλιστρούσαν από τον ιδρώτα. Ευτυχώς νωρίτερα μες στη χρονιά είχε κάνει σέρβις στο κλιματιστικό του στέισιον βάγκον οχταετίας που οδηγούσε. Τα καλοκαίρια στη Νέα Υόρκη μπορεί να ήταν ζεστά, αλλά όχι τέτοιο πράγμα, δεν είχαν τη ζέστη της Αριζόνας. Είναι στεγνή ζέστη, έλεγε ο κόσμος. Ναι, στεγνή σαν το πρόσωπο του ήλιου, σκεφτόταν. Ακόμα και στις πεντέμισι το απόγευμα, και παρόλο που τα βεντιλατέρ έβγαζαν αέρα τόσο κρύο, που έκανε το δέρ- μα στα μπράτσα της να μπιμπικιάζει, αν άγγιζε το τζάμι με τα δάχτυλά της, το χέρι της τραβιόταν σαν να είχε αγγίξει τσαγιέ- ρα που έβραζε. «Μαμά, πεινάω» είπε ο Σον από το πίσω κάθισμα. Το κλα- ψούρισμα που φανέρωνε ότι ήταν κουρασμένος και κακόκεφος, και πιθανόν να γινόταν δύσκολος. Η Λουίζ δίπλα του λαγοκοι- μόταν στο ειδικό καθισματάκι, με το στόμα ανοιχτό, τα ξανθά, μουσκεμένα από τον ιδρώτα, μαλλιά της κολλημένα στο μέτωπό της. Κρατούσε στην αγκαλιά της τον Γκόγκο, ένα κουρέλι που είχε απομείνει από το λούτρινο κουνέλι που είχε από μωρό.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=