Δυο στόματα
Μ ισόκλεισε τα μάτια του στο φως, για να εστιάσει καλύτερα. Πίσω από το παρμπρίζ είδε το χέρι με το χαρακτηριστικό βραχιόλι να κουνιέται σε ρυθμό χαι ρετισμού. Έπειτα άκουσε το συνθηματικό της κορνάρι σμα. Η ώρα ήταν 5:10 το απόγευμα. Είχε καθυστερήσει ένα δεκάλεπτο, κάτι που γενικά δεν το συνήθιζε. Η οδη γός σταμάτησε το αμάξι της ακριβώς μπροστά του, τρά βηξε νευρικά χειρόφρενο και τον περίμενε με νεκρό. «Τα λέμε, παιδιά» αποχαιρέτησε την παρέα του από το ωδείο και πρόλαβε να κατευθύνει ένα πιο διεισδυτικό βλέμμα στην έφηβη με το κατάμαυρο ντύσιμο. Ένα δευ τερόλεπτο παραπάνω ήταν αρκετό για να στείλει το μή νυμά του. Έτσι κι αλλιώς το παιχνίδι παιζόταν από καιρό. Εκείνη του έκλεισε πονηρά το μάτι. Μια υποψία συνωμο σίας, μια υπόσχεση συγκατάθεσης έκαναν την καρδιά να κλοτσήσει άγρια στο στήθος του. Έκατσε στη θέση του συνοδηγού, βόλεψε πίσω την κι θάρα και προσποιήθηκε τον αδιάφορο, ψάχνοντας την άκρη της ζώνης ασφαλείας. Από το ειρωνικό χαμόγελό της κατάλαβε πως είχε παρατηρήσει τη σκηνή με την Έρι κα. Ωστόσο, δεν είχε καμιά όρεξη να το συζητήσει. Ειδι κά μαζί της.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=