Δυο καλοκαίρια και μισό φθινόπωρο

ΔΥΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΚΑΙ ΜΙΣΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 13 αδυνάτιζα, μίκραινε το στήθος, κατάφερνα να ισιώσω τα σγουρά μαλλιά, ίσως άλλαζαν όλα. Τέτοιες σκέψεις συνέ- χιζα να κάνω, αλλά δεν τις ομολογούσα, και σταματούσα άλλους επίδοξους ξεπαρθενευτές στο κρίσιμο σημείο. Όσο και να ήθελα να απαλλαγώ από την παρθενία, είχα τη ρο- μαντική μου άποψη να ζήσω κάτι έντονο, σπουδαίο, να είμαι ερωτευμένη. Αλλά ζούσα με τη μαμά μου και ήταν όλα δύσκολα. Ο πατέρας είχε φύγει πια από το σπίτι. Όσο κι αν είχα πονέσει, δεν τον κατηγορούσα, για μένα εκείνος ήταν αθώος για όλα. Του προξένεψαν μια υψηλής αριστοκρατίας δεσποινί- δα που πλησίαζε τα τριάντα. Είχε πίσω της έναν διαλυμένο αρραβώνα, δεν ζήτησε να μάθει το γιατί ο αφελής μπαμπάς μου. Ήταν άνθρωπος μοντέρνος, αρχιτέκτονας αλλά καλ- λιτέχνης στην ουσία, άνθρωπος καλών προθέσεων, ρομα- ντικός και ευγενικός. Γνώρισε μια κοπέλα με σγουρά κοντά μαλλιά, όπως ήταν τότε στη μόδα, που φορούσε σφιχτή τη ζώνη στο εμπριμέ φουστάνι της και, καθώς έστριβε σβέλτα, η φούστα σηκωνόταν γύρω της σαν να χόρευε, μέσα σ’ ένα πολυτελές εξοχικό στον Κοκκιναρά. Την άκουσε να γελάει και διασκέδασε με τη σνομπ ειρωνεία της. Υποθέτω δηλα- δή. Αυτό το δηλητήριο που τίναζε γύρω της ακατάπαυστα σε κάθε κατεύθυνση θα πρέπει κάποτε να ήταν δροσερή σνομπ ειρωνεία. Αλλιώς γιατί; Δεν είχε άλλο λόγο να τον γοητεύσει. Δεν ήταν όμορφη, απλώς νέα και κομψή, δεν ήταν πλούσια, γιατί τα είχαν κάνει ρημαδιό τα πλούτη τους

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=