Δυο καλοκαίρια και μισό φθινόπωρο

ΔΥΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΚΑΙ ΜΙΣΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 11 με μαζί για κάπου μακριά, αφού πρώτα θα κάναμε στην Αθήνα μια μεγάλη αντιστασιακή κίνηση, θα ρίχναμε βόμβα στο μεγαλύτερο σήμα της Xούντας με τον αναγεννώμενο φοίνικα, θα αφήναμε το πουλί να καίγεται σε αληθινή φω- τιά και θα το σκάγαμε με πλαστογραφημένα διαβατήρια. Επινοούσα διαλόγους για το πώς θα γινόταν όλο αυτό, κι έτσι με έπαιρνε ο ύπνος τη νύχτα. Το πρωί διόρθωνα τις λεπτομέρειες των διαλόγων. Ήμουν εγώ η ίδια μεταξύ δύο πυρών. Από τη μια είχα τη μάνα-Κέρβερο, την παρατημένη, που νόμιζε ότι κράταγε την παρθενιά μου στο χέρι σαν βαρύτιμο κόσμημα για πούλημα, από την άλλη είχα τη Δάφνη και την τρελοπαρέα που με έπρηζαν στην ειρωνεία για την προχωρημένη παρθενία μου. Έτσι με φώναζαν «προχωρημένη παρθενία». Δεν είχαμε κλείσει τα δεκαοκτώ, αλλά όλες είχαν ξεσκολίσει σε όλα τα είδη σεξ, από μπρος, από πίσω, και από πλάι. Δεν είχα πα- ράπονο, με ενημέρωναν λεπτομερέστατα για όλα πάντα την επομένη των πράξεων. Καθόμασταν στα παγκάκια της αυ- λής του σχολείου – οι κούνιες μάς είχαν χάσει από μια τριετία, εκτός κι αν μας έπιανε ο σαδισμός. Να καθίσουμε στη σανίδα κρατώντας τις αλυσίδες τους και να τα λέμε αφήνοντας το σώμα να λικνίζεται ελαφρά από το βάρος του την ώρα που οι μικρότερες λιμπίζονταν τις κούνιες και δεν τολμούσαν να παρακαλέσουν να σηκωθούμε. Μας το είχαν κάνει κι εμάς οι μεγαλύτερες όταν ήμασταν μικρές, και το κάναμε κι εμείς στις μικρότερες, και δεν το ευχαριστιόμα-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=