Δυο καλοκαίρια και μισό φθινόπωρο

10 ΑΝΝΑ ΔΑΜΙΑΝΙΔΗ δε άλλη λύσσα δεν είχαμε παρά πώς να απαλλαγούμε από δαύτη με το μικρότερο δυνατό κόστος. Εμείς, οι μαθήτριες του σχολείου, οι παρέες μας, οι συμμορίες μας. Οι άλλοι, οι δάσκαλοι, οι μεγάλοι γενικώς, είχαν άλλη άποψη. Για κεί- νους η παρθενιά ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχαμε. Έπρεπε να το διαφυλάττουμε ως κόρη οφθαλμού, κι όσο πέφτανε πάνω τους τα κύματα της σεξουαλικής απελευθέρωσης, τόσο σκύ- λιαζαν εκείνοι. Σκυλιά εκείνοι, λυσσασμένα σκυλιά εμείς. Εμένα δεν μ’ ένοιαζε στην πραγματικότητα. Ήθελα να έχω τους ρυθμούς μου, οι οποίοι θα προτιμούσα να ήταν αργοί και απολαυστικοί. Ήμουν ερωτευμένη πλατωνικά με τον αδερφό της φίλης μου, αλλά ήταν μεγαλύτερος και δεν καταδεχόταν ν’ ασχοληθεί μαζί μου. Ή δεν ήμουν ο τύπος του, απλώς. Στο μεταξύ, στα διάφορα πάρτι μάλλον αντι- στεκόμουν στους διάφορους που μου κολλούσαν. Βαρούσε συναγερμός με μερικά φιλάκια και μερικά χουφτώματα, αν και στα δεκάξι κατέβαζα τις τιράντες του σουτιέν και στα δεκαεπτά επέτρεπα μικρές βουτιές χεριών να δω αν θα μου αρέσουν. Κι επειδή δεν μου άρεσαν εκείνοι που τους άρεσα, και δεν γινόταν να συμβιβαστώ, το έκοβα, ανέβαλλα την απώλεια της παρθενίας. Δεν ήθελα να ενδώσω βιαστικά, ακόμα κι αν με κατέκλυζαν ορέξεις. Αντιστεκόμουν για λό- γους αρχής, ή μάλλον για λόγους αισθητικής πες το. Ο πλατωνικός έρωτας για τον Χάρη με προστάτευε από βια- στικές κινήσεις. Πέρασα την εφηβεία μου να ονειρεύομαι ότι κάτι θα γινόταν μαζί του, ότι θα με καλούσε να φύγου-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=