Δυο καλοκαίρια και μισό φθινόπωρο

20 ΑΝΝΑ ΔΑΜΙΑΝΙΔΗ δυο. Όσο με προέτρεπε να χρησιμοποιώ την καινούργια ακόμη για μένα θηλυκότητά μου, τόσο εγώ ορκιζόμουν ότι σκόπευα απλώς να την εξερευνήσω. Βιαζόταν να με δει να κάνω κατακτήσεις στη λαμπρή κοινωνία των Αθηνών, την οποία θα ανακάλυπτα μόνη μου, γιατί εκείνη είχε κουραστεί κάπου στον δρόμο να συντηρεί τη χλωμή της παρουσία – τόσο το περίμενε από μένα, που ένιωθα εκ προοιμίου ανίκανη για κάτι τέτοιο. Αν με άφηνε στην ησυχία μου, μπορεί να γινόταν το θέλημά της. Μπορεί στο σχολείο κάπως να δικτυωνόμουνα, είχαμε κιόλας ένα κορίτσι στην παρέα μας αρκετά υψηλής κοινωνίας, τη Λυ- δία. Ήταν όμως κάπως περιθωριακή η δική της οικογένεια, κάπως ιδιόρρυθμη, και ίσως όχι τυχαία κι εκείνη είχε ται- ριάξει με τις δυο μικροαστές, όπως κι εγώ, τη Μαργαρίτα και τη Δάφνη. Και μ’ εμένα, που δεν ξέρω τι ήμουνα. Αστή, μικροαστή, μεγαλοαστή; Αφότου έφυγε ο πατέρας μου, κι εγώ πήγαινα Πέμπτη Γυμνασίου, βρεθήκαμε ακόμα πιο ξε- κρέμαστες ταξικά. Όμως η μαμά πίστευε ότι ήταν αριστο- κράτισσα. Φερόταν σαν να ζούσε ανεβασμένη σε κάποιο βάθρο απ’ όπου ατένιζε την ανθρωπότητα. Και από εκείνο το βάθρο με παρακολουθούσε συνέχεια, με ζύγιζε και με έβρισκε λιπόβαρη, σαν να με γάζωνε από πάνω μέχρι κάτω. Ήθελε γρήγορα αποτελέσματα, και το μόνο που ήθελα εγώ να ξεφύγω από το βλέμμα της… Μόνο όταν της πήγαινα κόντρα ένιωθα άνθρωπος. Στιγμές στιγμές ήθελα να μπορώ να την ακούσω. Έχω

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=