Δυο καλοκαίρια και μισό φθινόπωρο

18 ΑΝΝΑ ΔΑΜΙΑΝΙΔΗ παλιό σπίτι, κατοικημένο χρόνια, δεκαετίες. Είχε ψηλά πα- ράθυρα με πλατιά περβάζια. Ένιωθες τους χοντρούς του τοίχους και, κυρίως, τα ψηλά του ταβάνια. Είχε στο σαλόνι βιβλιοθήκη – δεν ήταν ακριβώς σαλόνι, ένα λίβινγκ ρουμ της εποχής με την τραπεζαρία μαζί και μια ντιβανοκασέλα για καναπέ. Στα δωμάτια των παιδιών, δυο δωμάτια για τρία παιδιά, είχε από μια βιβλιοθήκη στο καθένα, μικρούλα, χω- ρίς τζάμι. Μπορούσες να χαζεύεις στο σπίτι αυτό, να μένεις ώρες κοιτάζοντας απλώς τους στριμωγμένους στα ράφια τίτλους των βιβλίων και τους ακόμα πιο στριμωγμένους τίτλους των δίσκων βινυλίου που είχαν βάλει στο χαμηλό- τερο ράφι. Οι δικοί μας δίσκοι ήταν στο μεγάλο σαν μπουφέ ραδιο­ πικάπ του σαλονιού, και δεν έπρεπε να τους πειράζουμε. Τα βιβλία μου, όλα ίδια, στη σειρά «Γαλάζια Βιβλιοθήκη», αγορασμένα με το έπιπλό τους, ούτε που είχα διάθεση να τα χαζέψω. Η Δάφνη είχε βιβλία όλων των χρωμάτων και σχημάτων και δεν ήταν βαλμένα τακτικά σαν τούβλα, ήταν όλα ανακατεμένα, κοντά, χοντρά, λεπτά, παλιά και και- νούργια. Πρώτα διάβασα τα δικά της βιβλία, αφού με εν- θουσιασμό μού τα έδειξε, και ύστερα ανακάλυψα και τα δικά μου, που τα είχα κάτω από τη μύτη μου. Αλλά η μάνα μου αυτά δεν τα έβλεπε. Δεν είχε παρατη- ρήσει ότι από τότε που γίναμε φίλες με τη Δάφνη είχα βελ- τιωθεί στα μαθήματα, είχα αρχίσει να διαβάζω, έκανα τις εργασίες μου σχεδόν κανονικά, και γενικά ξεπέρασα τον

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=