Δυο καλοκαίρια και μισό φθινόπωρο

ΔΥΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΚΑΙ ΜΙΣΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 15 Έμοιαζε ήσυχη και σεμνή. Μπορεί να ακούγεται γελοίο, αλλά εκείνος το είχε ανάγκη φαίνεται. Έπειτα από χρόνια φθορά στην εξαλλοσύνη τού χρειαζόταν λίγη σιωπή, λίγος σεβασμός, όπως διψά κανείς για νερό κρύο. Ένα κορίτσι από την Ερμιόνη, από οικογένεια ταπεινή, όπως η δική του. Τον ξεκούραζε, υποθέτω. Καμία σχέση με την πληθωρική μου αριστοκράτισσα μάνα. «Να προσέχεις τις σιγανοπαπαδιές» έλεγε η μάνα μου «γιατί θα την πατήσεις κι εσύ έτσι. Θα πας χαμένη, όπως πήγα εγώ, θα χαραμίσεις τη ζωή σου!» Έπρεπε να βρίσκω μέσα μου απαντήσεις. Δεν θα πήγαινα χαμένη. Εκείνη φώ- ναζε κι εγώ έλεγα στον εαυτό μου: Όχι, δεν θα πάω χαμένη! Δεν θα χαραμίσω τη ζωή μου! Όχι! Όχι! Όχι! Αλλά δεν έπιανε αυτό το μυστικό ξόρκι. Με όσα έλεγε έκανε τους ανθρώπους γύρω μου να μοιάζουν με δαίμονες. Όλοι ήθελαν το κακό μου, να με εκμεταλλευτούν, να μου φάνε την προίκα. Ποια προίκα; Δεν ήξερα τι σημαίνει, για χρόνια άκουγα τη λέξη χωρίς να την καταλαβαίνω. Άφηνε τον εαυτό της ελεύθερο να λέει ό,τι της ερχόταν στο μυαλό. «Οι φίλες είναι φίδια» έλεγε όταν με έβλεπε χαρούμενη να ξεκινώ για να τις συναντήσω. «Κοίτα αυτή τη Δάφνη. Τι θέλει από σένα; Σε έχει σαν δουλικό. Μόλις σου ζητήσει κάτι, αμέσως γίνεσαι χαλί να σε πατήσει. Μην τρέχεις από πίσω της, δεν έχεις αξιοπρέπεια; Εκείνη έπρεπε να τρέχει ξοπίσω σου. Και τι εμφάνιση, σαν σανίδα είναι!» Την εμφάνιση σανίδας εγώ τη ζήλευα, αφού ήταν πολύ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=