Δυο καλοκαίρια και μισό φθινόπωρο

14 ΑΝΝΑ ΔΑΜΙΑΝΙΔΗ στην οικογένειά της. Εκείνος ερχόταν από φτωχότερο πε- ριβάλλον και πάντα θα τον θάμπωναν οι πολυτέλειες, οι πόζες, οι πέρλες που φορούσε στον λαιμό, η αυτοπεποίθη- ση των δικών της. Υποθέτω, δεν ξέρουμε ποτέ τι έκαναν στ’ αλήθεια οι γονείς μας πριν γίνουν γονείς. Καταλάβαινα ότι δεν του είχε εμπιστοσύνη. Με έβαζε να του τηλεφωνώ σχεδόν κάθε βράδυ από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. «Έλα, πάρε τον μπαμπά! Πάρε να ρωτήσεις γιατί άργησε». Δεν μου άρεσε το τηλέφωνο, το μισούσα. Το ακουστικό από βακελίτη, εκείνα τα παλιά τα μαύρα, μου έκοβε τα χέρια. Έπαιρνε ένα ψεύτικα τρυφερό ύφος, ανυ- πόμονο. Αν αργούσα, αν αρνιόμουν, αγρίευε. «Θα μας πα- ρατήσει και θα φύγει» μου έλεγε απειλητικά. Κουνούσε το δάχτυλο με τα δαχτυλίδια –δυο δυο τα φόραγε– και μ’ έπιανε τρόμος. Στο τέλος τα κατάφερε, μας παράτησε και ησύχασε. Δεν ησύχασε καθόλου δηλαδή, του έψησε το ψά- ρι στα χείλη. Ο πατέρας μου κάποια στιγμή, που δεν την ξέρουμε, τα έφτιαξε με τη γραμματέα του. Καθόλου πρωτότυπο, αλλά κάπου έπρεπε κι αυτός να βρει λίγη στοργή, λίγο ενδιαφέ- ρον και τρυφερότητα. Ήταν ένα κορίτσι νέο, με αδύνατο, χλωμό πρόσωπο, ίσια καστανά μαλλιά και κάπως θαμπά, ξεψυχισμένα – αυτή ήταν η αίσθηση που μου έδωσε όταν την πρωτοείδα. Και σαν να ήταν ολόκληρη κάπως ξεψυχι- σμένη, έτσι που στεκόταν μονίμως με τα μάτια χαμηλά. Καμία σχέση με τη ζωντάνια και το μπρίο της μάνας μου.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=