Δράκουλας

18 | ΜΠΡΑΜ ΣΤΟΚΕΡ τίποτε άλλο. Όταν τον ρώτησα αν γνώριζε τον Κόμη Δράκουλα κι αν μπορούσε να μου δώσει κάποια πληροφορία για τον πύργο του, σταυροκοπήθηκαν κι εκείνος και η γυναίκα του και, λέγοντας ότι δεν ήξεραν το παραμικρό, αρνήθηκαν να βγάλουν άλλη κουβέντα. Όμως κόντευε να φτάσει η ώρα της αναχώρησης και δεν προλά­ βαινα να ρωτήσω κανέναν άλλον, αν και όλα αυτά ήταν πολύ μυ­ στηριώδη και διόλου καθησυχαστικά. Ακριβώς πριν φύγω, ανέβηκε στο δωμάτιό μου η ηλικιωμένη κυρία και μου είπε σε υστερικό τόνο: «Πρέπει να φύγετε; Ω, νεαρέ χερ, πρέπει να φύγετε;». Ήταν τόσο αναστατωμένη, που μπέρδευε τα λόγια της, ανακα­ τεύοντας λέξεις από κάποια άγνωστη γλώσσα, λες και είχε ξεχάσει και τα όσα γερμανικά ήξερε. Προσπαθούσα να την παρακολουθή­ σω, κάνοντάς της αλλεπάλληλες ερωτήσεις. Όταν της είπα πως πρέπει να φύγω αμέσως, γιατί έχω αναλάβει να φέρω σε πέρας κάποια σημαντική εργασία, με ξαναρώτησε: «Ξέρετε τι μέρα είναι σήμερα;». Απάντησα ότι είναι η 4η Μαΐου. Κούνησε το κεφάλι της και ξαναείπε: «Ω, ναι! Το ξέρω! Το ξέρω αυτό, αλλά γνωρίζετε τι μέρα είναι αυτή;». Κι όταν της απάντησα πως δεν καταλαβαίνω, συνέχισε: «Είναι παραμονές του Αγίου Γεωρ­ γίου. Δεν ξέρετε ότι απόψε το βράδυ, όταν το ρολόι σημάνει μεσά­ νυχτα, θα ξεχυθούν παντοδύναμα όλα τα κακά του κόσμου; Ξέρετε πού πηγαίνετε και τι σας περιμένει εκεί;». Ήταν ολοφάνερα ταραγμένη και προσπάθησα να την καθησυ­ χάσω, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, έπεσε στα γόνατα και με ικέτευσε να μη φύγω, ή τουλάχιστον να περιμένω μια δυο μέρες προτού ξεκινήσω. Η κατάσταση ήταν για γέλια, όμως δεν ένιωθα άνετα. Από την άλλη, με περίμενε δουλειά που έπρεπε να γίνει και δεν μπορούσα να επιτρέψω σε τίποτα να σταθεί εμπόδιο. Έτσι, προ­ σπάθησα να τη σηκώσω και είπα, όσο πιο σοβαρά μπορούσα, πως

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=