Δράκουλας
ΔΡΑΚΟΥΛΑΣ | 29 ο οδηγός κατάφερε να κατέβει και να σταθεί μπροστά τους. Τα χάιδεψε καθησυχαστικά και τους ψιθύρισε κάτι στο αυτί, όπως έχω ακούσει ότι κάνουν οι δαμαστές, και τα αποτελέσματα ήταν θεαμα τικά, αφού με τα χάδια του τα ζώα ξανάγιναν υπάκουα, παρόλο που έτρεμαν ακόμη. Ο οδηγός ξανακάθισε στη θέση του, τίναξε τα γκέμια και η άμαξα όρμησε μπροστά με ταχύτητα. Αυτή τη φορά, όταν φτάσαμε στο τέρμα του Περάσματος, ο αμαξάς έστριψε ξαφ νικά σ’ ένα στενό δρομάκι που έκοβε απότομα δεξιά. Σύντομα βρεθήκαμε να τρέχουμε ανάμεσα σε δέντρα, που σε κάποια σημεία έκλειναν από πάνω μας σχηματίζοντας έναν θόλο πάνω από το δρομάκι, έτσι που ήταν σαν να περνούσαμε μέσα από σήραγγα. Και λίγο παρακάτω πελώριοι άγριοι βράχοι υψώνονταν κι από τις δύο πλευρές, στέκοντας σαν ατρόμητοι φρουροί. Παρόλο που το σημείο ήταν αρκετά προφυλαγμένο, μπορούσαμε ν’ ακού σουμε τον άνεμο που δυνάμωνε, βογκώντας και σφυρίζοντας ανά μεσα στους βράχους, κάνοντας τα κλαδιά των δέντρων να τρίζουν και να χτυπάνε μεταξύ τους. Το κρύο δυνάμωνε και ένα χιόνι λεπτό σαν πούδρα άρχισε να πέφτει, έτσι που σύντομα μια λευκή κουβέρ τα σκέπασε εμάς και τα πάντα γύρω μας. O μανιασμένος αέρας συνέχιζε να φέρνει στ’ αυτιά μας το αλύχτισμα των σκύλων, αν και ο ήχος εξασθενούσε καθώς συνεχίζαμε τον δρόμο μας. Τα ουρλια χτά των λύκων όμως έρχονταν όλο και πιο κοντά, λες και μας κύ κλωναν σιγά σιγά από παντού. Ένιωσα να με κυριεύει ένας θανά σιμος τρόμος, το ίδιο και τα άλογα. Όμως ο οδηγός παρέμεινε ατάραχος. Συνέχιζε να στρέφει το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, όμως εγώ δεν έβλεπα τίποτα μες στο σκοτάδι. Ξαφνικά κάπου πέρα στα αριστερά είδα να τρεμοπαίζει μια άτονη γαλάζια φλόγα. Ο αμαξάς την είδε κι αυτός και αμέσως σταμάτησε τα άλογα, πήδηξε στο έδαφος και χάθηκε στο σκοτάδι. Δεν ήξερα τι να κάνω, άκουγα το ουρλιαχτό των λύκων να πλησιά
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=