Δράκουλας

ΔΡΑΚΟΥΛΑΣ | 27 έστρεψε αλλού το κεφάλι και, τεντώνοντας τα δυο του δάχτυλα, σταυροκοπήθηκε φοβισμένα. «Δώστε μου τις αποσκευές τού χερ» πρόσταξε ο ξένος, και μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου τα πράγματά μου είχαν φορτωθεί στη γυαλιστερή άμαξα. Κατέβηκα από τη θέση μου και ο οδηγός με βοήθησε γραπώνοντάς με από το μπράτσο με ένα χέρι σαν μέγγενη – πρέπει να ήταν απίστευτα δυ­ νατός. Χωρίς να πει λέξη, τίναξε τα γκέμια, τα άλογα έκαναν μετα­ βολή και ορμήσαμε στο σκοτεινό Πέρασμα. Κοιτάζοντας πίσω μου, είδα στο φως των φαναριών την αχνιστή ανάσα των αλόγων και τις ακαθόριστες φιγούρες των πρώην συνταξιδιωτών μου να σταυρο­ κοπιούνται. Την επόμενη στιγμή ο αμαξάς πλατάγισε το καμουτσί­ κι του και, δίνοντας το πρόσταγμα στα ζώα του, συνέχισαν τον δρό­ μο τους για τη Βουκοβίνα. Βλέποντάς τους να χάνονται στο σκοτάδι, ένιωσα ένα παράξενο ρίγος να με διαπερνά και ένα αίσθημα μοναξιάς με κατέκλυσε. Όμως ο οδηγός μού έριξε μια κάπα στον ώμο και μια κουβέρτα στα γόνατα και μου είπε σε άπταιστα γερμανικά: «Η νύχτα είναι ψυχρή, χερ, και ο αφέντης μου ο Κόμης μού παρήγγειλε να σας φροντίσω όσο καλύτερα γίνεται. Υπάρχει ένα φλασκί με σλιβοβίτσα , το τοπικό μπράντι από δαμάσκηνα, κάτω από το κάθισμα. Είναι στη διάθεσή σας, αν το θελήσετε». Δεν ήπια, αλλά η σκέψη και μόνο ότι ήταν εκεί με ανακούφιζε. Ένιωθα κάπως παράξενα, ένα δυσοίωνο αίσθημα φόβου με είχε κυριεύσει. Αν είχα άλλη επιλογή, θα την είχα σίγουρα προτιμήσει και δεν θα συνέχιζα αυτό το νυχτερινό ταξίδι στο άγνωστο. Η άμα­ ξα προχωρούσε ευθεία με σταθερά γρήγορο ρυθμό, μετά έκανε αναστροφή και ακολούθησε έναν άλλον ευθύ δρόμο. Μου φαινό­ ταν ότι κάναμε συνεχώς κύκλους γύρω από το ίδιο μέρος, γι’ αυτό έβαλα σημάδι κάποιο χαρακτηριστικό σημείο, και σύντομα βεβαιώ­ θηκα ότι δεν έπεφτα έξω. Θα ήθελα πολύ να ρωτήσω τον οδηγό τι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=