Δράκουλας

26 | ΜΠΡΑΜ ΣΤΟΚΕΡ Καθώς μιλούσε, τα άλογα άρχισαν να χλιμιντρίζουν και να ξεφυσάνε και να τραβάνε μανιασμένα τα χαλινάρια, και ο αμαξάς ξαναγύρισε μπροστά να τα ηρεμήσει. Τότε, κι ενώ οι χωρικοί άρ­ χισαν να φωνάζουν όλοι μαζί και να σταυροκοπιούνται, μια άμα­ ξα με αναδιπλούμενη οροφή και τέσσερα άλογα φάνηκε πίσω μας στο σκοτάδι και ήρθε να σταθεί δίπλα μας. Μέσα στη θαμπόλευκη αχλή των φαναριών μας διέκρινα τα κατάμαυρα σαν κάρβουνο, σπάνιας ράτσας άλογα που την έσερναν. Τα οδηγούσε ένας ψηλός άντρας με μακριά καστανή γενειάδα και ψηλό μαύρο καπέλο που σκοπός του ήταν, θαρρείς, να κρύβει το πρόσωπό του από εμάς. Όταν στράφηκε προς το μέρος μας, κατάφερα μόνο να διακρίνω ένα ζευγάρι γυαλιστερά μάτια, που φάνταζαν κόκκινα σαν αίμα στο φως της λάμπας. Είπε στον αμαξά: «Νωρίς φτάσατε σήμερα, φίλε μου». Ο αμαξάς τραύλισε: «Ο χερ Εγγλέζος βιαζόταν». Τότε ο ξένος αποκρίθηκε: «Μάλιστα. Γι’ αυτό θέλατε να τον πάρετε μαζί σας στη Βουκοβί­ να; Δεν μπορείτε να με ξεγελάσετε, φίλε μου. Ξέρω πάρα πολλά κι έχω γρήγορα άλογα». Χαμογέλασε, και το φως των φαναριών έπεσε σ’ ένα στόμα με σκληρές γραμμές, κατακόκκινα χείλη και μυτερά δόντια λευκά σαν φίλντισι. Ένας συνεπιβάτης μου ψιθύρισε στον διπλανό του έναν στίχο από τη Λεονώρα του Μπίργκερ: Denn die Todten reiten schnell. ( Γιατί γοργά ταξιδεύουν οι νεκροί .) Ο μυστηριώδης αμαξάς πρέπει να άκουσε τα λόγια, γιατί σήκω­ σε το κεφάλι και κοίταξε με ένα αστραφτερό χαμόγελο. Ο επιβάτης

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=