Δράκουλας

ΔΡΑΚΟΥΛΑΣ | 25 δοχείο στην Μπίστριτσα: το σημείο του σταυρού και το ξόρκι για το κακό μάτι. Ύστερα, κι ενώ συνεχίζαμε να πετάμε πάνω από τον δρόμο, ο οδηγός έγειρε μπροστά και οι επιβάτες έσκυψαν από τα πλαϊνά της άμαξας, σαρώνοντας ανυπόμονα με τα μάτια τους το σκοτάδι. Ήταν ολοφάνερο πως κάτι πολύ συναρπαστικό συνέβαινε ή επρόκειτο να συμβεί, όμως, παρότι ρώτησα έναν έναν όλους τους επιβάτες, κανείς δεν μου έδωσε την παραμικρή εξήγηση. Αυτός ο αναβρασμός κράτησε λίγη ώρα ακόμη, ώσπου είδαμε τελικά το Πέρασμα να ανοίγει στα ανατολικά μας. Μαύρα σύννεφα έτρεχαν από πάνω μας και την ατμόσφαιρα βάραινε μια απειλητική αίσθη­ ση κεραυνού. Ήταν λες και η οροσειρά έσχιζε στα δύο την ατμό­ σφαιρα, κι εμείς είχαμε περάσει στη σκοτεινή πλευρά των κεραυνών. Τώρα κοίταζα κι εγώ έξω στο σκοτάδι, ψάχνοντας για την άμαξα που θα με πήγαινε στον Κόμη. Περίμενα με αγωνία να δω τη λάμ­ ψη των φαναριών μέσα στη νύχτα, όμως τα πάντα γύρω ήταν σκο­ τεινά. Φαινόταν μονάχα το τρεμουλιαστό φως από τα δικά μας φανάρια, στο οποίο μπορούσα να διακρίνω τον αχνό από τα ξεθεω­ μένα άλογά μας να ανεβαίνει σαν λευκό σύννεφο. Βλέπαμε τον άσπρο χωμάτινο δρόμο να ανοίγεται μπροστά μας, αλλά ούτε ίχνος άμαξας. Οι επιβάτες ξανακάθισαν στις θέσεις τους με έναν αναστε­ ναγμό ανακούφισης, που έμοιαζε να χλευάζει τη δική μου απογοή­ τευση. Ήδη συλλογιζόμουν τι ήταν καλύτερο να κάνω, όταν ο αμα­ ξάς, κοιτάζοντας το ρολόι του, είπε στους άλλους κάτι που μετά βίας έφτασε στ’ αυτιά μου, τόσο σιγανός, σχεδόν ψιθυριστός, ήταν ο τόνος της φωνής του. Μου φάνηκε πως ήταν κάτι σαν «μία ώρα νωρίτερα». Ύστερα στράφηκε προς το μέρος μου και μου είπε σε γερμανικά πολύ χειρότερα από τα δικά μου: «Δεν υπάρχει άμαξα εδώ. Μάλλον κανείς δεν περιμένει τον χερ, τελικά. Θα πρέπει να έρθει μαζί μας στη Βουκοβίνα και να επιστρέ­ ψει αύριο ή μεθαύριο· καλύτερα μεθαύριο».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=