Δράκουλας
24 | ΜΠΡΑΜ ΣΤΟΚΕΡ πάντα σαν φαντάσματα τις κοιλάδες των Καρπαθίων. Σε κάποια σημεία οι λόφοι ήταν τόσο απόκρημνοι, που, παρά τη βιάση του αμαξά μας, τα άλογα πήγαιναν αναγκαστικά πιο αργά. Μου ερχό ταν να κατέβω να προχωρήσω πλάι τους με τα πόδια, όπως κάνου με στα μέρη μας, μα ο οδηγός δεν έπαιρνε από λόγια. «Όχι, όχι» είπε «δεν μπορείς να περπατήσεις εδώ πέρα, τριγυρνάνε άγρια σκυλιά». Κι ύστερα πρόσθεσε, σαν κάποιου είδους μακάβριο αστείο – αφού κοίταξε γύρω του επιζητώντας το επιδοκιμαστικό χαμόγελο των υπολοίπων: «Κι από κοψοχολιάσματα μπορεί να έχεις αρκετά ακόμα ώσπου να πέσεις στο κρεβάτι». Η μόνη στάση που δέχτηκε να κάνει ήταν για να ανάψει τα φανάρια. Όταν σκοτείνιασε, μια αναστάτωση φάνηκε να κυριεύει τους επιβάτες και άρχισαν να του μιλάνε ασταμάτητα, ο ένας μετά τον άλλον, σαν να τον εκλιπαρούσαν να πάει ακόμα πιο γρήγορα. Εκεί νος μαστίγωνε ανελέητα τα άλογα με το μακρύ του καμουτσίκι και με άγριες φωνές τα παρότρυνε να υπερβούν τα όριά τους. Ύστερα από λίγο διέκρινα στο βάθος μια γκριζωπή θαμπάδα στο σκοτάδι, σαν να υπήρχε ένα άνοιγμα ανάμεσα στους λόφους. Η ταραχή των επιβατών μεγάλωνε. Η άμαξα σκαμπανέβαζε σαν τρελή πάνω στις μεγάλες δερμάτινες σούστες της και κλυδωνιζόταν σαν καράβι που παραδέρνει στη φουρτούνα. Έπρεπε να κρατιέμαι για να μην πέσω. Σιγά σιγά ο δρόμος έγινε πιο ομαλός και η άμαξα πετούσε θαρρείς. Ύστερα τα βουνά φάνηκαν να κλείνουν από πάνω μας, ατενίζοντάς μας με βλοσυρό, συνοφρυωμένο ύφος: Μπαίναμε στο Πέρασμα του Μπόργκο. Ένας ένας, διάφοροι επιβάτες άρχισαν να μου προσφέ ρουν δώρα, και η χειρονομία αυτή γινόταν με τόση σοβαρότητα, που δεν άφηνε περιθώρια συζήτησης. Ήταν κάθε λογής αλλόκοτα αντικείμενα, όμως όλοι μού τα χάριζαν πραγματικά με την καρδιά τους, συνοδεύοντάς τα με έναν καλό λόγο, μια ευχή κι αυτό το πα ράξενο μείγμα έντρομων χειρονομιών που είχα δει έξω από το παν
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=