Δράκουλας

20 | ΜΠΡΑΜ ΣΤΟΚΕΡ αλλά διόλου δυσάρεστο κάψιμο στη γλώσσα. Ήπια μόνο κάνα δυο ποτηράκια και τίποτε άλλο. Όταν επιβιβάστηκα στην άμαξα, ο οδηγός δεν είχε πάρει ακόμη τη θέση του και τον είδα να κουβεντιάζει με την κυρία του πανδο­ χείου. Προφανώς μιλούσαν για μένα, γιατί κάθε τόσο έριχναν ματιές προς το μέρος μου, ενώ μερικοί άνθρωποι που κάθονταν στον πά­ γκο έξω από την πόρτα –για τους οποίους χρησιμοποιούν μια λέξη που σημαίνει «μαντατοφόρος»– πλησίαζαν να ακούσουν κι έπειτα με κοιτούσαν με οίκτο. Μπορούσα να ξεχωρίσω αρκετές λέξεις να επαναλαμβάνονται, λέξεις που ηχούσαν αλλόκοτα, επειδή ανάμε­ σα στο πλήθος υπήρχαν διάφορες εθνότητες. Έτσι, έβγαλα με προ­ σοχή το πολύγλωσσο λεξικό μου από την τσάντα και τις έψαξα. Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν χάρηκα ιδιαίτερα, καθώς ανάμεσά τους ήταν λέξεις όπως όρντογκ (σατανάς), πόκολ (κόλαση), στρέ- γκοϊτσα (μάγισσα), βρόλοκ και βοκόσλακ , που και οι δύο (η μια στα σλοβάκικα, η άλλη στα σέρβικα) σημαίνουν «λυκάνθρωπος» ή «βρι­ κόλακας». ( Σημ.: Πρέπει να ρωτήσω τον Κόμη γι’ αυτές τις δεισιδαι­ μονίες.) Όταν ξεκινήσαμε, το πλήθος γύρω από την πόρτα του παν­ δοχείου, που στο μεταξύ είχε αυξηθεί σε εντυπωσιακό βαθμό, έκα­ νε τον σταυρό του και οι άνθρωποι τέντωσαν δυο δάχτυλα προς το μέρος μου. Με αρκετή δυσκολία, κατάφερα έναν συνταξιδιώτη μου να μου πει τι σήμαινε αυτή η χειρονομία. Στην αρχή δεν μου απα­ ντούσε, αλλά όταν έμαθε πως ήμουν Άγγλος, μου εξήγησε ότι ήταν μια γητειά, ένα ξόρκι για το κακό μάτι. Αυτό δεν ήχησε και τόσο ευχάριστα στ’ αυτιά μου, τη στιγμή που ξεκινούσα για ένα άγνωστο μέρος, να γνωρίσω έναν άγνωστο άνθρωπο. Όμως έδειχναν όλοι τόσο καλοκάγαθοι και λυπημένοι και συμπονετικοί, που δεν μπό­ ρεσα να μείνω ασυγκίνητος. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την τελευταία ματιά που έριξα στον περίβολο του πανδοχείου και στο γραφικό πλήθος που σταυροκοπιόταν όρθιο γύρω από τη φαρδιά αψιδωτή

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=