Δόκτωρ Πορδαλός: Η συνωμοσία των Χριστουγέννων

| 9 | «Πείνασες, Μπούλη;» ρώτησε η Λίζα. «Αν πείνασα;» είπε το λιλιπούτειο αγόρι και φύσηξε τη μύτη του στο μανίκι του πουλόβερ του. «Να σας εξηγήσω…» «Οχ, όχι» μουρμούρισε η Λίζα. «Όταν ξεκίνησα να πάω σ’ αυτή την πολική εξερευ­ νητική αποστολή, ήξερα ότι κινδύνευε η ζωή μου. Κι ένα πράγμα είχα στο μυαλό μου». Σήκωσε ένα απίστευ­ τα κοντό δάχτυλο. «Να σώσω τα γυναικόπαιδα… δη­ λαδή βασικά τις γυναίκες…από το κρύο και την πείνα. Με απλά εργαλεία, χωρίς κανένα μέσο επικοινωνίας ή εργαλείο πλοήγησης, πολέμησα ολομόναχος στην κό­ λαση του χιονιού, που πολλές φορές λίγο έλειψε να με καταβροχθίσει. Αλλά δεν τα παράτησα. Γιατί εγώ είμαι ο Μπούλης κι ο Μπούλης δεν τα παρατάει ποτέ, ο Μπούλης…» «Ο Μπούλης πήγε μέχρι το γκαράζ να φέρει ξύλα» είπε η Λίζα κι έδειξε έξω από το παράθυρο της κουζί­ νας, υπό το φως του φεγγαριού, ένα ξεχαρβαλωμένο ξύλινο κτίσμα δίπλα στην πόρτα του κήπου. «Ακριβώς!» είπε το αγόρι. «Και τώρα ο πεινασμένος, αδυνατισμένος Μπούλης είναι ολίγον απογοητευμέ­ νος από τα γυναικόπαιδα, βασικά τις γυναίκες, για τις

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=