Δόκτωρ Πορδαλός: Η συνωμοσία των Χριστουγέννων

| 15 | «Τρώγαμε πάντα κάτι νέο που είχαν μόλις επινοήσει η μαμά και η γιαγιά μου, και πάντα ανταλλάσσαμε δώ­ ρα που είχαμε κατασκευάσει μόνοι μας». «Σαν τι δηλαδή;» ρώτησε ο Μπούλης με το στόμα γεμάτο. «Α…Μυϊκά γάντια, ας πούμε, που σε βοηθούσαν να φτυαρίζεις τόνους χιονιού χωρίς να κουράζεσαι. Ήπέ­ διλα του σκι από τα οποία δε γινόταν να πέσεις. Αλλά συνήθως ήταν πράγματα που έσκαγαν με κάποιον αστείο τρόπο. Μια χρονιά, θυμάμαι, η θεία Ίνγκα είχε φτιάξει ένα κουτί σοκολατάκια που μιλούσαν όταν άνοιγες το καπάκι. Φώναζαν το ένα πάνω απ’ τ’ άλλο, λέγοντας το καθένα πόσο πιο ωραίο ήταν από τα υπό­ λοιπα, μέχρι που άρχιζαν να φωνάζουν όλα μαζί: “Εμέ­ να πάρε! Εμένα πάρε’’!» «Χα χα!» γέλασε οΜπούλης. «ΆγιοΒασίλη δεν είχατε;» Για μια στιγμή ο δόκτωρ Πορδαλός κοίταξε σαν χα­ μένος στον αέρα. Ύστερα απάντησε: «Ο μπαμπάς έφευγε για λίγο από το σπίτι, λέγοντας ότι έπρεπε να πάει να βοηθήσει τον Αϊ-Βασίλη, και λίγο αργότερα να σου ο Άγιος Βασίλης κουβαλώντας δώρα. Έλεγε ότι δεν προλάβαινε να κάτσει, είχε πάρα πολλά να κάνει κι εξαφανιζόταν στο άψε σβήσε».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=