DNA
1 Πέμπτη Η Ελίσα χρειάζεται μια δυο στιγμές μέχρι να καταλάβει πού βρίσκεται. Είναι ξαπλωμένη στο πλάι, με το πάπλωμα μπερ δεμένο ανάμεσα στα πόδια της, το μαξιλάρι τσαλακωμένο κάτω από το μάγουλό της. Είναι σκοτεινά στο δωμάτιο, αλλά μέσα από τη χαραμάδα στις κουρτίνες ένα αστέρι τής κλείνει το μάτι από το αχανές Διάστημα. Στην άλλη πλευρά του κρεβατιού το πάπλω μα είναι λείο και επίπεδο, το μαξιλάρι κολλαριστό. Η σιωπή είναι κι αυτή ανοίκεια· παρόλο που δεν την αφήνει να κοιμηθεί και την εκνευρίζει, της λείπει ο ήχος του ροχαλητού. Της λείπει επίσης η ζεστασιά που εκπέμπει αυτός ο αιωνίως υπερθερμασμένος σύ ζυγος, ο οποίος απαιτεί να τον αφήνει να κοιμάται με το ένα πόδι του να ξεπροβάλλει κάτω από τα σκεπάσματα. Από συνήθεια, τώρα έχει πάρει και η ίδια αυτή τη στάση, και κρυώνει. Καθώς τραβάει ξανά πάνω της το πάπλωμα, νιώθει ένα ρίγος στα πόδια της. Της θυμίζει τις φορές που ο Σιγκβάλντι είχε νυ χτερινή βάρδια, μόνο που αυτή τη φορά δεν τον περιμένει να γυρίσει σπίτι το πρωί, με άδειο βλέμμα και χασμουρητά, και τη μυρωδιά του νοσοκομείου πάνω του. Θα κάνει μια βδομάδα να γυρίσει από το συνέδριο. Όταν την αποχαιρέτησε με ένα φιλί
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=