Η δίψα

Η Δ Ι Ψ Α 29 «Δεν φταις εσύ που με καταδίκασαν, Ελίζε. Τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν ατράνταχτα. Δεν ήρθα γι’ αυτό. Θα με πιστέψεις αν σου πω ότι ήταν τυχαίο;» Ο άνδρας χαμογέλασε. Η Ελίζε κοίταξε το στόμα του. Η οδοντοστοιχία του λες κι ήταν καμωμένη από σίδερο, σκουρόχρωμη και σκουριασμένη, με μυτερές άκρες στην πάνω και κάτω γνάθο, σαν παγίδα για αλεπούδες. Ένα λεπτό τρίξιμο ακούστηκε όταν ο άνδρας άνοιξε το στό­ μα του: ο ήχος κάποιου ελατηρίου. Και τότε η Ελίζε θυμήθηκε τις λεπτομέρειες της υπόθεσης. Τις φωτογραφίες από τον τόπο του εγκλήματος. Και κατάλαβε ότι σύντομα θα ήταν νεκρή. Και τότε αυτός τη δάγκωσε. Η Ελίζε Χέρμανσεν προσπάθησε να ουρλιάξει κάτω απ’ την παλάμη του όταν είδε το αίμα να αναβλύζει από τον ίδιο της τον λαιμό. Εκείνος ξανασήκωσε το κεφάλι του. Κοίταξε στον καθρέφτη. Το αίμα της έσταζε απ’ τα φρύδια του, τη φράντζα του, έφτα­ νε μέχρι τον λαιμό του. «Αυτό κι αν είναι ταίριασμα, μπ-μπέιμπι» ψιθύρισε εκείνος. Και την ξαναδάγκωσε. Η Ελίζε ζαλίστηκε. Εκείνος έπαψε να την κρατάει σφιχτά, δεν χρειαζόταν. Ένα κρύο, ένα ανοίκειο σκοτάδι απλώθηκε πάνω της και μέσα της, παραλύοντάς την. Η Ελίζε απελευθέ­ ρωσε το ένα της χέρι και το τέντωσε προς τη μεριά της φωτο­ γραφίας στον καθρέφτη. Προσπάθησε να την αγγίξει, τα δάχτυ­ λά της όμως δεν μπορούσαν πια να τη φτάσουν.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=