Διονύσης Σαββόπουλος

32 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ βοήθησε τον Σαββόπουλο να καλλιεργήσει μιαν αυθάδη, αναρχική –αλ- λά συγχρόνως τρυφερή και νοσταλγική– ευαισθησία, ο Ντύλαν έπαιξε για τον Σαββόπουλο το ρόλο του μεγαλύτερου αδερφού που είχε αρχίσει πρώτος να καταπατά τις απαγορεύσεις και να εξερευνά τα μυστικά της ενήλικης πραγματικότητας, που ζει τον πυρετό κοσμογονικών αλλαγών στην πρωτεύουσα του σύγχρονου κόσμου και τον μυεί στον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσει να εκφράσει τα βιώματά του για να τον αφήσει έπειτα ν’ ακολουθήσει το δρόμο του. Συγκεράζοντας τις δύο αυτές κα- τευθύνσεις, ο Σαββόπουλος υιοθέτησε από πολύ νωρίς το πρότυπο του τραγουδοποιού που συνθέτει τους στίχους και τη μουσική των τραγου- διών του και τα ερμηνεύει ο ίδιος. Το πρότυπο αυτό ήταν, κατά κάποιον τρόπο, μια επιστροφή σε μιαν αρχέγονη και λησμονημένη ενότητα δη- μιουργίας, όπου η ποίηση, το μέλος και το τραγούδι (αλλά κι η μίμηση και ο χορός) πήγαζαν απ’ το ίδιο πρόσωπο – μια αναγωγή στην κοινή μήτρα που γέννησε όλες τις τέχνες, όπως ακριβώς συνέβαινε κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες στις αρχαϊκές κοινωνίες, όπου κοινή καταγωγή των τεχνών υπήρξαν τα μαγικά και θρησκευτικά δρώμενα, στην αρχαία ελληνική λυρική ποίηση, όπου ο ποιητής ήταν ταυτόχρονα και μουσικός, στους βυζαντινούς υμνογράφους, στους προβηγκιανούς τροβαδούρους του Μεσαίωνα (11ος-12ος αιώνας),ή ακόμα στο δημοτικό τραγούδι, όπου ανώνυμος δημιουργός, οργανοπαίχτης και ερμηνευτής συναντιούνταν συχνά στο ίδιο πρόσωπο.Σ’ αυτό το πρότυπο εντάχθηκαν αναδρομικά κι οι δημιουργοί του νεοελληνικού παρελθόντος: «Καθόλου ασυνήθιστη (σημ.: η περίπτωση συνθέτη/στιχουργού). Αττίκ, Χαιρόπου- λος,Γούναρης,Πολυμέρης,Βαμβακάρης,Μπάτης,Τσιτσάνης,Μητσάκης, Μπαγιαντέρας» ( Tαχυδρόμος , Αύγουστος 1975). Απ’ το πρότυπο αυτό, και λιγότερο απ’ τον κατακερματισμό των ιδιοτήτων του συνθέτη ή του στι- χουργού,θα ξεκινούσαν στο εξής οι πιο ζωντανές αρτηρίες του ελληνικού τραγουδιού, κι οι τραγουδοποιοί που ακολούθησαν χρειάστηκε ν’ ανα- τρέξουν στην ενσάρκωσή του απ’ τον Σαββόπουλο για να βρουν την καταγωγή του, ή ακόμα και το μέτρο της πληρότητάς του. Στο Φορτηγό , τέλος, η ελληνική μουσική δρα στην παρανομία. Ακόμα και τα πιο ανάλαφρα τραγούδια του δίσκου («Η συννεφούλα»,«Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη») δεν έχουν καμία σχέση με τη χάρτινη αισθηματολογία

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=