Διονύσης Σαββόπουλος

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ 19 προβολείς, τους μουσικούς και τον τραγουδιστή, που αφηγείται τις βα- θύτερες αδυναμίες και επιθυμίες του και μοιράζεται με τους άλλους το θαύμα με το οποίο μοιάζει κάθε φορά ένα ζωντανό τραγούδι. Κι αν αναρωτηθούμε από πού πηγάζει αυτή η χάρη που ενοποιεί τά πρίν διεστῶτα , θα εμφανιστεί μπροστά μας αυτό το παιδί με τη μορφή ενός μεγαλόσωμου γενειοφόρου άνδρα,με μακριά ή κουρεμένα μαλλιά, με καπέλο και τιράντες,που προσπαθεί να κατακτήσει τη δική του Μού- σα, ξοδεύοντας για χάρη της ό,τι έχει και δεν έχει –και τις «εκατό δραχ- μές» του– δίνοντάς της κάθε φορά και διαφορετικό όνομα: Aριστερά , Παράδοση , Ελλάδα , Eλευθερία . Συμβολικά, μπορούμε ν’ αναγάγουμε την αφετηρία του έργου του Σαββόπουλου σ’ εκείνη την πυρετώδη νύχτα του 1963 – ή και πολύ νω- ρίτερα, σε κάποιο καλοκαιρινό απομεσήμερο της παιδικής του ηλικίας, πριν ακόμα κλείσει τα πέντε του χρόνια, όταν, μέσα στη σιωπή και τη σκόνη, εξαντλημένος απ’ τα παιχνίδια, ένιωσε για πρώτη φορά να δια- περνά τις αισθήσεις του η ιλιγγιώδης ομορφιά της μουσικής – και ταυ- τόχρονα να τον σημαδεύει ένα τραύμα: η αποτυχία, η ανεπάρκειά του ν’ ανταποκριθεί, να μιμηθεί και να διασώσει το απόλυτο αυτής της εκστα- τικής στιγμής – ένα καταγωγικό τραύλισμα: Το απόγευμα της 20ής Ιουνίου του 1949 έπαιζα με τα άλλα παιδάκια στην οδό Ζάννα, στη Θεσσαλονίκη, όπου ζούσα τότε. Ξαφνικά ακούμε μια υπέρο- χη μουσική να έρχεται από τη λεωφόρο. Περνούσε η Φιλαρμονική. Είχαμε μείνει μ’ ανοικτό το στόμα οι πιτσιρικάδες.Βλέπαμε τους άνδρες της Φιλαρ- μονικής να παιανίζουν, τα μαγικά τους όργανα λαμποκοπούσαν στον ήλιο κι ο πλούσιος ήχος των πνευστών, μεγαλειώδης, πολλαπλασιαζόταν απ’ τον αντίλαλο, καθώς η μπάντα περνούσε ανάμεσα στα παλιά μέγαρα της Βασι- λίσσης Όλγας. Μείναμε άφωνοι και συγκινημένοι. Όμως μόνον ένα παιδί βούρκωσε κι ήμουν εγώ.Μετά η μουσική έφυγε,τα παιδιά ξαναγύρισαν στο παιχνίδι τους αλλά εγώ αισθανόμουν μουγγός.Μπήκα σπίτι μου κι αμίλητος πήρα απ’ την κουζίνα δυο καπάκια από τεντζερέδες, βγήκα στην αυλή κι άρχισα να τα κοπανάω μεταξύ τους. Ήλπιζα ότι επαναλαμβάνοντας συμβο- λικά την κίνηση της μπάντας θα αναπαραχθεί η ανάλογα ωραία μουσική. Δυστυχώς το μόνο που βγήκε ήταν ένας αποτυχημένος θόρυβος. Στη σκάλα υπηρεσίας του διπλανού σπιτιού, ανέβαινε ο μεγάλος γιος της γειτόνισσας.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=