Δικά μας παιδιά

ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΙΔΙΑ 9 Πόσο τη νευρίαζε! Αποφάσισε να σηκωθεί. Άνοιξε το παράθυρο και εισέπνευσε τον πρωινό αέρα. Η υγρασία νότιζε τα φύλλα της μολόχας στη γλάστρα, τα τζά- μια στο παράθυρο είχαν θολώσει. Στο απέναντι μπαλκόνι είχαν απλώσει σεντόνια, σιγά να μη στέγνωναν. Πάντως σε πείσμα όλων των δελτίων που πρόβλεπαν βροχή, η Κυριακή είχε ξημερώσει με ήλιο. Είχε γενέθλια σήμερα και, παρόλο που δεν ένιωθε πολύ γιορτινή, έβαλε μουσική, το «Τwist my sobriety» που δεν το βαριόταν ποτέ. Σήκωσε τα χέρια της ψηλά, παλιά δεν σταματούσε να χορεύει. Τώρα την ενοχλούσαν οι γοφοί κι η μέση της πονούσε μετά τα πέντε πρώτα λεπτά. Θα ήταν ωραία αν το βλαμμένο το θυμόταν σήμερα και της έλεγε χρόνια πολλά . Έβαλε καφέ και κάθισε με τις βελου- τέ πιτζάμες της στην άκρη του καναπέ για να απολαύσει τη στιγμή. Τα κρόσσια στο χαλί ίσια, τα μαξιλάρια στον κανα- πέ στη σειρά, τα πιάτα στη θέση τους στο ντουλάπι. Ο νε- ροχύτης άστραφτε. Με το που θα ξυπνούσε το βλαμμένο θα γίνονταν ξανά άνω κάτω. Σκέφτηκε να βάλει σκούπα κι ας τον ξυπνούσε. Ήταν ήδη δέκα το πρωί και είχε κάθε δι- καίωμα. Στο πίσω δωμάτιο ο Κωστής έμενε κουκουλωμένος κάτω από το πάπλωμα. Δεν θα σηκωνόταν, το είχε αποφασίσει. Θα έμενε εκεί, κοκαλωμένος, να μετράει τα δευτερόλεπτα. Ένιωθε πως είχαν περάσει εκατό χρόνια, κι ας είχαν περάσει

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=