Δικά μας παιδιά

8 ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ προδοσίες του νέου της εαυτού, οι πόνοι στις αρθρώσεις, το ελαφρύ πρήξιμο κάτω από τα μάτια, η αίσθηση πως η ζωή τελειώνει και πρέπει να προλάβει, δεν ήταν σίγουρη τι. Εδώ και λίγο καιρό είχε αρχίσει να παρατηρεί στον δρόμο τους μεγάλους ανθρώπους, αυτούς που ο Κωστής έλεγε γέρους . Η ανημπόρια τους της έσκιζε την καρδιά, ιδίως όταν τους έβλεπε να σέρνουν τις σακούλες με τα ψώνια και να φοβού- νται να περάσουν το φανάρι. Κάτι τέτοιες στιγμές θυμόταν πάντα τον τρόμο στα μάτια του Κωστή. Είχε επιστρέψει από το νηπιαγωγείο, την κοιτούσε με τα μάτια ορθάνοιχτα και την ενημέρωσε για το πιο σπουδαίο πράγμα του κόσμου. –Θαπεθάνει οπαππούς. Οι μεγάλοι πεθαίνουν, τοήξερες; Κι όταν η Βάλια δεν απάντησε, εκείνος επέμεινε. – Θα πεθάνεις κι εσύ; Οι απαντήσεις είναι μπανανόφλουδα, ιδίως όταν έχεις απέναντί σου κάποιον σαν τον Κωστή. Αλλά οι ψυχολόγοι έλεγαν να απαντάμε στα παιδιά. Κάθε απάντηση έφερνε νέα ερώτηση κι αυτό δεν τελείωνε ποτέ. – Δηλαδή, θα πεθάνω κι εγώ; Σαν να είχε γκρεμιστεί το δωμάτιο. Στέκονταν οι δυο τους εκεί, στη μέση του σαλονιού. Ήταν η πρώτη από τις χιλιάδες φορές που ένιωσε αδύναμη μπροστά στον γιο της. Κοίταξε ξανά την ανάμνηση στο κινητό. Χάιδεψε με τον δείκτη το σγουρομάλλικο κεφάλι του. Εδώ και λίγο καιρό οι μπούκλες είχαν εξαφανιστεί, κουρευόταν κάθε βδομάδα. – Βλαμμένο, ψιθύρισε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=