Δικά μας παιδιά

14 ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ σειόταν από τα ουρλιαχτά και τις φωνές. Έκανε νόημα ν’ ανέβει μαζί κι ο Κωστής. – Σπρώξε, ρε ψηλέ. – Δεν θέλω, σου είπα . Έμεινε εκεί, στο πεζοδρόμιο, να κοιτάει μέχρι το λεωφο- ρείο να χαθεί στη στροφή. Στο μεταξύ η βροχή είχε δυνα- μώσει, όσοι είχαν απομείνει στον δρόμο έψαχναν είσοδο να κρυφτούν, βάδιζαν τέντα τέντα στον κατακλυσμό. ΟΚωστής βούτηξε στα λασπόνερα ως το γόνατο, σχεδόν παρακαλού- σε να πάθει πνευμονία. Plan Α, plan Β, plan C . Όλα τα πλάνα του κόσμου δεν μπορούσαν να τον γλιτώσουν από τη μαμά. Η Βάλια τον άκουσε από το ασανσέρ και έτρεξε να του ανοίξει. – Μουτηνέπεσανήθελανναμουπάρουντοκινητό, ξεφύ- σηξε με μια αναπνοή. Ημαμά τον τράβηξε στο χολ και τον εξέτασε προσεκτικά κάτω από τη λάμπα. Ψηλάφισε με τα ακροδάχτυλα το πρό- σωπο, του ζήτησε να ανοίξει το στόμα του και ψαχούλεψε τα δόντια με τον δείκτη, ίου, ρε μαμά, τρελάθηκες ; Όλα στη θέση τους, κανένα δεν κουνιόταν, ευτυχώς. Τον έτριψε γερά με την πετσέτα, έβαλε αλοιφή στους μώλωπες. Δεν έκλαιγε, αυτό το παιδί δεν έκλαιγε ποτέ. Άπλωσε τα βρεγ- μένα στο καλοριφέρ. – Θα σου ζεστάνω τα μπιφτέκια. Στο σπίτι τους πρώτα έτρωγαν και μετά μιλούσαν. Το

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=