Δικά μας παιδιά

ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΙΔΙΑ 13 – Σταμάτα, ρε, να τρέχεις. – Εσύ πας αργά. Προχώρα. Μπήκαν από τους πρώτους, οι δυο τους με το εισιτήριο διαρκείας του Κωστή. Ο Μάκης είχε κολλήσει στην πλάτη του φίλου του, έτσι πέρασαν το τουρνικέ. Το πέταλο χορο- πηδούσε, πόνεσε ο λαιμός τους από τα ουρλιαχτά. ΟΚωστής φορούσε σκουφί και από πάνω την κουκούλα του μπουφάν, ακόμα και η μάνα του με δυσκολία θα τον αναγνώριζε. Όμως τον είχαν ταγκάρει και τον έψαξαν. Όσο εκείνος φώναζε συνθήματα, κάποιοι άλλοι αντάλλαζαν πληροφορίες στα κινητά. Τους περίμεναν στο στενό. Ο ένας πλησίασε τον Μάκη και του έκανε νόημα να μην κουνηθεί. Γαμώ το σου, ρε ψηλέ, θα μας φάνε . Βρομούσε κάτουρο και ψοφίμι, ήταν θεοσκότεινα. Ο Κωστής έσφιξε τις γροθιές του στις τσέπες του μπουφάν. – Έχε χάρη, ρε μαλακισμένο, που είσαι ανήλικο. Αλλιώς δεν θα ’φευγες αποδώ. Βαράτε, ρε! Με δυο γροθιές τον σώριασαν και άρχισαν να τον κλο- τσάνε. Δεν μπορεί, θα τελειώσει . Πονούσε και ντρεπόταν. Δεν κράτησε πολύ. Εξαφανίστηκαν. Ο Μάκης δεν μπο- ρούσε να σύρει τα πόδια του, είχε κοκαλώσει. Ο Κωστής σηκώθηκε και άρχισαν να τρέχουν. Λίγο πιο κάτω στη στά- ση οι φίλαθλοι κατέβαιναν σε τσαμπιά, ούρλιαζαν συνθή- ματα, χοροπηδούσαν κι αγκαλιάζονταν, είχαν στήσει ολό- κληρο πανηγύρι. Ο Μάκης ανέβηκε στο λεωφορείο που

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=