Δικά μας παιδιά

ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΙΔΙΑ 11 γαριασμό. Πάει το Instagram, R.I.P. Kostis, δεν θα ξαναπατή- σεις στην πλατφόρμα. Όλη η εβδομάδα κύλησε στον αυτόματο. Η τσάντα πή- γαινε κι ερχόταν στο σχολείο. Σκυφτός άνοιγε την πόρτα του σπιτιού, σκυφτός έτρωγε το φαΐ και τα φρούτα του. Μόνο στον Μάκη το είπε. Ο φίλος του γούρλωσε τα μάτια, πρώτη φορά δεν βρήκε μια κοτσάνα να πετάξει. Την επο- μένη τον περίμενε στην αυλή. – Δεν κοιμήθηκα, στον ύπνο μου τους έβλεπα. Να λες ευτυχώς που δεν σε ξέρει κανείς. Ποιος νοιάζεται, ρε, για την πάρτη σου, σε έχουν γραμμένο. – Τέσσερις χιλιάδες ακόλουθοι , έκανε μαγκωμένος ο Κωστής. – Πού τους βρήκες, ρε; Άλλοι μπετόβλακες κι αυτοί, απόρησε ο Μάκης. ΟΚωστής ήταν ατσούμπαλος, αλλού το χέρι κι αλλού το πόδι, όταν τον έβλεπες αμέσως καταλάβαινες. Πρόβατο για σφαγή, αυτό ήταν. Ίσως και να έφταιγαν τα γυαλιά, φώνα- ζαν φλώρος από μακριά. Δυο μέτρα γομάρι. –Είμαι καλός στα σόσιαλ, πιάνω τον σφυγμό, είπε μόνο. Ο Μάκης τον αγριοκοίταξε. Άντε, ρε μαλάκα. Εκείνη την αποφράδα Κυριακή των γενεθλίων της μαμάς, ο Κωστής σηκώθηκε από το κρεβάτι του στις δώδεκα και μισή. ΗΒάλια του έκανε μούτρα. Είχε μπουκάρει δύο φορές στο δωμάτιο, άνοιξε κι έκλεισε με δύναμη τα συρτάρια. Ο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=