Διαλυμένο κορίτσι
11 � Σ ΑΝ ΜΩΡΟ ΦΩΚΙΑΣ , ΕΙΜΑΙ ΟΛΟΛΕΥΚΗ . Τα μπράτσα μου είναι σφιχτά μπανταρισμένα, βαριά σαν σίδερα. Το ίδιο και οι μηροί μου· λευκή γάζα ξεπροβάλλει από το σορτς που βρήκε η νοσοκόμα Άβα από το κουτί των απολεσθέ- ντων στον σταθμό νοσηλευτών. Όπως ένα ορφανό, έφτασα εδώ χωρίς ρούχα. Όπως ένα ορφανό, με τύλιξαν σ’ ένα σεντόνι και με άφησαν στο πα- γωμένο γρασίδι του νοσοκομείου και στο χιονόνερο, το αί- μα έβαφε το λουλουδάτο ύφασμα. Ο φύλακας που με βρήκε βρομούσε τσιγάρα μενθόλης και πολυκαιρισμένο καφέ. Στα ρουθούνια του ένα δάσος από άσπρες κατσαρές τρίχες. Είπε: «Μανούλα μου! Κοπελιά, τι σου συνέβη;». Η μάνα μου δεν ήρθε να με αναζητήσει. Όμως θυμάμαι τ’ αστέρια εκείνο το βράδυ. Ήταν σαν αλάτι στον ουρανό, λες και κάποιος αναποδογύρισε μια αλατιέρα πάνω σ’ ένα σκούρο τραπεζομάντιλο. Αυτό είχε σημασία για μένα, η τυχαία ομορφιά τους. Το τελευταίο πράγμα που μπορεί να έβλεπα πριν πεθάνω στο παγωμένο γρασίδι.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=