Δεν θέλαμε να ξέρουμε

«Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΕΝ ΜΑΣ ΕΝΔΙΕΦΕΡΕ ΚΑΘΟΛΟΥ» 21 έκαναν τα αγόρια. Συνέχεια μου έλεγαν: «Έπρεπε να προσέ­ χεις!». Όπως το καταλαβαίνω σήμερα, τα παιδιά τότε δεν ανα­ τρέφονταν καλά. Τα παιδιά απλώς υπήρχαν, και τα φρόντιζαν βέβαια, τα τάιζαν και τους έπαιρναν έναν συγκεκριμένο αριθμό παιχνιδιών, μια μπάλα ή μια κούκλα, αλλά ως εκεί. Έπρεπε να ρωτάμε για τα πάντα και μας μεγάλωναν πολύ αυστηρά. Πού και πού έπεφτε και κάνα χαστούκι. Συνέχεια κάτι συνέβαινε. Ήμασταν μια απολύτως φυσιολογική γερμανική οικογένεια. Εγώ λοιπόν, ως μεγαλύτερη, είχα αρκετές ευθύνες. Και αρ­ γότερα, όταν μεγαλώσαμε περισσότερο και είχαμε μερικές επι­ θυμίες ή ιδέες, μας απαντούσαν με μια κάποια ειρωνεία, κάπως σαν: Ναι, ναι, για να δούμε τι άλλο θέλετε... Δεν μας έπαιρναν και πολύ στα σοβαρά. Ζούσαμε πολύ λιτά, αλλά ουδέποτε μας έλειψε το φαγητό. Δεν θυμάμαι ποτέ να ένιωσα πείνα ή κάτι τέτοιο, και αυτό δεν ήταν αυτονόητο για τις στρατιές των ανέργων και των απόρων. Ο πατέρας μας έλεγχε τα πάντα, του ζητούσαμε την άδεια για πάρα πολλά πράγματα, που συχνά μάταια προσπαθούσαμε να τα περάσουμε από τη μητέρα. Αλλά εκείνη δεν την πάταγε. Τις περισσότερες φορές έλεγε: «Ρώτα τον μπαμπά!». Αργότερα γίναμε φιλαράκια, αλλά όταν ήμασταν μικρά έπρεπε να υπα­ κούμε. Μάθαινες τι επιτρεπόταν και τι δεν επιτρεπόταν να κάνεις. Επίσης μάθαμε ότι αν έκανες κάτι που δεν επιτρεπόταν θα σε τιμωρούσαν. Και ήταν πολλά τα πράγματα που δεν έπρεπε να κάνεις. Για παράδειγμα, πού και πού αγόραζαν μήλα, που ήταν ακριβά. Τα μετρούσαν και τα έβαζαν σε μια φρουτιέρα στον μπουφέ. Και ξάφνου έλειπε ένα μήλο. «Ποιος πήρε το μήλο; Κανείς; Για μπείτε όλοι στη σειρά! Εσύ, εσύ;» Ρωτούσαν τον

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=