Δεν θέλαμε να ξέρουμε

«Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΕΝ ΜΑΣ ΕΝΔΙΕΦΕΡΕ ΚΑΘΟΛΟΥ» 29 Ήμουν πολύ εργατική τότε. Πάντα ήμουν, δηλαδή. Το είχα αυτό, αυτή την πρωσική λογική, το αίσθημα καθήκοντος. Και λίγο και το αίσθημα της αυτοϋποταγής. Ξεκίνησε από την οι­ κογένεια, όπου έπρεπε να προσαρμοστείς σε αυτό, αλλιώς δεν γινόταν. Εκείνο τον καιρό υπήρχε ένας συγκεκριμένος βαθμός αυστηρότητας. Έπρεπε να ζητάς την άδεια για τα πάντα και δεν είχες ποτέ δικά σου λεφτά. Τότε δεν παίρναμε χαρτζιλίκι όπως συμβαίνει σήμερα, που τα παιδιά από κάποια ηλικία κι ύστερα έχουν το χαρτζιλίκι τους. Κάτι μας έδιναν βέβαια. Εμένα, ας πούμε, μου έδιναν λίγα λεφτά, αλλά μόνο και μόνο επειδή κάθε μεσημέρι έπλενα τα πιάτα – και ήμασταν μεγάλη οικογέ­ νεια. Τότε δεν ήταν απλό, δεν άνοιγες τη βρύση κι έπλενες. Έπρεπε να ζεστάνω νερό σε έναν βαρύ βραστήρα. Και υπήρχαν δύο νεροχύτες. Στον έναν έβαζες σόδα για να πλύνεις τα πιάτα και στον άλλο τα ξέπλενες. Είχαμε και πιατοθήκη για να στραγ­ γίζουν. Ήταν πολλή δουλειά, κι έτσι μου έδιναν χαρτζιλίκι. Δύο μάρκα τον μήνα νομίζω. Γι’ αυτό τον λόγο ήταν πολύ σημαντι­ κό για μένα να πιάσω τη δουλειά ως ασκούμενη και να βγάζω τα πρώτα μου λεφτά. Στην εταιρεία του κυρίου Μπέρνμπλουμ έμεινα δύο χρόνια. Μετά το τέλος της σύμβασης μου έκαναν πρόταση να παραμεί­ νω με μισθό ενενήντα μάρκα τον μήνα. Και πάλι έπρεπε να το συζητήσω με τους γονείς μου, γιατί ακόμη δεν ήμουν είκοσι ενός χρονών. Ο πατέρας μου είπε: «Ενενήντα; Όχι, είναι λίγα. Πρέπει να ζητήσεις εκατό!». Την επόμενη μέρα ενημέρωσα τον κύριο Μπέρνμπλουμ ότι ο πατέρας μου επέμενε για εκατό. Μάλιστα, λυπούμαστε, αλλά θα πρέπει να σας απολύσουμε. Και με απέλυσαν. Ο πατέρας μου είπε: «Ωραία, θα ψάξει να βρει κάτι άλλο».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=