Θα βοσκήσω το μαύρο
ΤΑ ΠΑΙΔΙΆ ΚΆΤΩ ΣΤΟΝ ΚΆΜΠΟ 15 λαν να δώσουν στόχο, έπιναν απ’ τον φλόμο. Αλλά τα αλάνια, μπατιράκια γενικώς, άραζαν στον πλάτανο εν ησυχία και γλί- τωναν κι από τον τεκετζή κι από τους μπάτσους. Γιατί ποιο καρακόλι να ’ρθει ως εκεί έξω ως τον πλάτανο; Εδώ ερχόταν κι ο Γκόγκας ο Μπούρας, με τ’ όνομα, βλάχος Περβολιώτης, αγαπητικός στο μπορντέλο μιας Ειρήνης, που του ’δινε λεφτά και κουστούμια· ήταν «σπιτικό» μπουζούκι και απέφευγε τη δημοσιότητα, το πάλκο και τις εταιρείες. Έπαιζε μοναχά για τα αλάνια κι άμα είχε κέφι. Και με το διπλόχορδο, παίξε το ένα, παίξε το άλλο, χάνονταν όλοι παρέα στα μουρ- μούρικα και στα ταξίμια μερακλωμένοι, ο καθείς με τον δικό του σεβντά, ώσπου να πέσει το σκοτάδι. Και σαν σκοτείνιαζε και έφευγαν τα αλάνια, ο πλάτανος και οι πέριξ καλαμιώνες γίνονταν τόπος για ερωτικές συναντήσεις, για στεναγμούς και βογκητά. Οι τσαχπίνες Ταμπακιώτισσες είχαν βγάλει όνομα… Μη λέω και περσότερα… Εκεί μεγάλωσε ο Χρήστος Παλέντζας. Ήτανε, βλέπεις, η γειτο- νιά του. Το καμαράκι τους στριμωγμένο σ’ ένα στενοσόκακο στα Ταμπάκικα, λίγο παρακάτω από τον παλιό Άγιο Αχίλλειο, μια σπιθαμή λάσπη τον χειμώνα και σύννεφο σκόνη το καλο- καίρι. Η γειτονιά φίσκα από μπουρδέλα. Βρομούσε ο τόπος από δέρματα που έλιαζαν οι ταμπάκηδες κι από περμαγκανάντ. Τη νύχτα κυκλοφορούσε κάθε καρυδιάς καρύδι: χασικλήδες, κακοποιοί, κλέφτες, φαντάροι, νταβατζήδες· έστηναν καβγάδες και μαχαιρώματα για τα κορίτσια με τη μαύρη κάλτσα και το τραντάφυλλο στο μπούτι που κάθονταν με ανοιχτά τα σκέλια μπρος στα μαγκάλια.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=