Θα βοσκήσω το μαύρο

18 ΘΩΜΑΣ ΨΥΡΡΑΣ τον τόπο τον παντοτινό όπου θα κατοικήσω. 1 Άμα τέλειωσε, ένας Βλάχος, μες στη σκοτούρα, είπε μπερ- δεύοντας τον μανέ με το μοιρολόι: – Τα μοιρολόγια, αδερφέ, δεν είν’ για αποθαμένους. Για τους ζωντανούς τα λένε… Όσοι απομένουν πίσω μαναχοί… Και μετά έπιασε να τραγουδάει με λυγμό ένα μοιρολόι που δεν ήταν μοιρολόι: Αφότου εγεννήθηκα φωτιά με τριγυρίζει, αν μ’ έκαιγε θα γλίτωνα, μα αυτή με βασανίζει. 2 Ο Χρήστος έκατσε καταής, σφούγγισε τα δάκρυα και έβαλε το κεφάλι του μέσα στα γόνατα. Τουλάχιστον είχε παρέα… Απ’ την επαύριον, ο Χρήστος μες στη βρόμα· να καθαρίζει κοπριές και κάτουρα απ’ τα αλογομούλαρα που έφερναν για πετάλωμα, να δίνει χέρι στο ξεκαλίγωμα, να βοηθάει τον κα- λιγωτή με τον νυχοκόφτη και τη λίμα, να του δίνει τις πρόκες και να περνάει μοναχός με το πινέλο το πίσσωμα ολόγυρα στις οπλές. Εκεί έπαθε τη ζημιά. Ένας αλιτζές τού τίναξε κλοτσιά 1 «Χτυπώ, νεκροί, για ανοίχτε μου»: μινόρε μανές. Το τραγούδι είναι παλιότερο. Ηχογραφήθηκε το 1936 από τον Μάρκο και το τραγούδησε ο Στράτος Παγιουμτζής. (Τώρα στο Ρεμπέτικο σεργιάνι 1, του Άδη και του Χάρου .) 2 Το τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1940 και φέρεται ως συνθέτης ο Δημή- τρης Καρυδάκης ή Καρυδάκιας, αλλά το τραγούδι είναι παλιότερο και μάλλον ανήκει στον Μάρκο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=