Θα βοσκήσω το μαύρο
ΤΑ ΠΑΙΔΙΆ ΚΆΤΩ ΣΤΟΝ ΚΆΜΠΟ 17 Ξενόπλενε στα πλουσιόσπιτα. Στις πλύσεις και στην αλισίβα έφαγε τα νύχια της. Ο Χρήστος θυμόταν τα φουσκωμένα χερά- κια της με τα στραβά δάχτυλα και σφιγγόταν η ψυχή του. Κι ύστερα τη χτύπησε η μαλάρια. Γιατί, ένεκα το ποτάμι και τα στεκάμενα νερά, τα κουνούπια ήταν σύννεφο. Έπρεπε να αλει- φτείς με πετρέλαιο, και πάλι δεν σ’ άφηναν σε ησυχία. Μην κοιτάς τώρα που οι Λαρσινοί κάθονται στις καφετέριες αραχτοί στις πλατείες δίχως τέτοιες ενοχλήσεις. Τότε ο κώνωψ ο ανω- φελής θέριζε. Στέγνωναν οι άνθρωποι από τις θέρμες, πάλευαν με τα φρίκια, κατούραγαν το αίμα τους. Δώδεκα χρονώ ήταν δεν ήταν όταν έχασε τη μανούλα του. Ιούνιο μήνα τη θάψανε. Ο Χρήστος γύρισε στο καμαράκι μες στα κλάματα. Φοβόταν να κάτσει μοναχός. Δεν είχε ούτε να φάει ο έρμος. Πού να πάει; Πήγε στον πλάτανο με τα μάτια να τρέχουν ποτάμι. – Απ’ αύριο θα ’ρθεις σ’ εμένα, του είπε ο Μήτσος ο αλμπά- νης, που είχε πεταλάδικο στους Έξι δρόμους, και κάθε Σάββα- το θα πέφτει το λιλί. Άιντε, κουράγιο… Του χτύπησε την πλάτη και του ’δωσε μπροστάντζα να έχει για λίγο ψωμί. – Κι αφού είσαι έρμο, κάτσε τώρα εδωνά παρέα ν’ ακούσεις τι θα σε παίξει ο Γκόγκας. Και ο Μπούρας πήρε το διπλόχορδο κι έπαιξε έναν μινόρε μανέ: Ωωωχ, χτυπώ, νεκροί, για ανοίχτε μου να μπω για να σκουπίσω, να μπω για να σκουπίσω
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=