Θα βοσκήσω το μαύρο

16 ΘΩΜΑΣ ΨΥΡΡΑΣ Ο Χρήστος Παλέντζας εδώ μεγάλωσε. Και συχνοπήγαινε στον πλάτανο από πιτσιρικάς. Χάζευε με τα αλάνια κι έστηνε αυτί στα ταξίμια. Και καμιά φορά, επειδή είχε καλή φωνή κι η μάνα του ήτανε θεοσεβούμενη και τον πήγαινε κάθε Κυριακή στον Άγιο Αχίλλειο να κρατάει το εξαπτέρυγο και να βοηθάει τον ψάλτη, τον βάζανε να πει το «Κύριε εκέκραξα». Και τον γλύκαιναν με καμιά δεκαρίτσα. Τον πατέρα του ίσα που τον θυμόταν. Ο Παυσάνης Παλέντζας, Ηπειρώτης στην καταγωγή, πήρε των ομματιών του και τρά- βηξε με τη μεγάλη μετανάστευση στην Αμερική. Είχε, λέει, βαρεθεί να δουλεύει χαμάλης στον μύλο για πενταροδεκάρες. Κάποιος του ξεσήκωσε τα μυαλά, του είπε πως «Στην Αμέρι- κα τα ποτάμια δεν είναι σαν τον δικό μας Σαλαμπριά, λασπου- ριά και στεκάμενα νερά. Εκεί τα ποτάμια τρέχουν γάργαρα και κατεβάζουν τρίμματα από χρυσάφι σαν μικρά μικρά χαλί- κια. Μπαίνουν στο νερό οι φτωχοί και ψαρεύουν το μάλαμα με το κόσκινο και γένονται πλούσιοι». Του έδειξε και μιαν εφη- μερίδα «Οι Αμερικανοί χρυσοθήραι». Κι εκείνος τον πίστεψε και πήγε να βγάλει χρυσάφι στα ποτάμια της Αμερικής με το κόσκινο. Αλλά μαζεύονται με το κόσκινο παράδες; Έστειλε μια γραφή τον πρώτο καιρό, όσο ήτανε στην καραντίνα, και μετά χάθηκε. Και δεν ακούστηκε τίποτα γι’ αυτόν. Αφού ο Χρήστος, άμα έκανε να τον φέρει στον νου, αναρωτιόταν μπας και μπέρ- δευε την εικόνα του με κανενός άλλου… Η μάνα του ήταν Τυρναβίτισσα, απ’ το σόι του Τζάρτζανου, αυτουνού που έγραψε τη Γραμματική. Σαν έφυγε ο πατέρας, απόμεινε η καψερή με ένα τετράχρονο παιδί να τα πορέψει.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=