Για μια χούφτα βινύλια (Pocket)

[ 13 ] «Είδες που πιάσανε οι προσευχές μου; Με άκουσε ο άγιος Βαλε- ντίνος που έλεγα σήμερα το πρωί, πότε θα ξανακολλήσουν τα ρο- λά για να με θυμηθεί η Τατιάνα» την πείραξε και βγήκε έξω. Αν και κάτω από το στέγαστρο δεν τον έπιανε η βροχή, φόρεσε την κουκούλα του μαύρου φούτερ του. Ήξερε ότι του πήγαινε, ότι τον έκανε να μοιάζει με λευκό ράπερ, και δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό. Στη συνέχεια, με μια θεατρική κίνηση που της θύμισε τον Άτλα- ντα από ένα βιβλίο που είχε όταν ήταν μικρή, ο Μανώλης σήκωσε τα ρολά σαν να ήταν πούπουλο. Η Τατιάνα δεν μπόρεσε να μη θαυ- μάσει τους μυς της γυμνασμένης πλάτης του, που διαγράφονταν καθαρά κάτω από το φούτερ. Τον ευχαρίστησε γρήγορα και ξε- κλείδωσε τη βαριά ξύλινη πόρτα του δισκάδικου. Την ώρα που έκλεινε τον συναγερμό, το τηλέφωνο πάνω στον πάγκο άρχισε να χτυπάει συγχρόνως με το κινητό της. Η Τατιάνα σήκωσε ψηλά τα χέρια και αναφώνησε: «Έλεος! Είναι Δευτέρα πρωί, ρίχνει καρεκλο- πόδαρα, έχω γίνει μούσκεμα και δεν έχω προλάβει να πιω ούτε ένα τσάι για ν’ ανοίξει το μάτι μου!». Τα δύο τηλέφωνα σταμάτησαν ταυτόχρονα, σαν συνεννοημένα. Η Τατιάνα έβγαλε την κοντή μαύρη καμπαρντίνα της και την κρέμασε στον καλόγερο, στο βάθος του μαγαζιού. Τα χιόνια είχαν αρχίσει να λιώνουν από το προηγούμενο βράδυ, και τα ξημερώμα- τα είχε ξεσπάσει μια μπόρα που την είχε πιάσει απροετοίμαστη. Έμενε μόνη της σ’ ένα μικρό δυάρι που της είχε παραχωρήσει μια φίλη της, η οποία πάλευε με το διδακτορικό της στο Εδιμβούργο. Η δική της ομπρέλα είχε σπάσει πριν από δυο βδομάδες, στη διάρ- κεια μιας δυνατής μπόρας, και αφού έψαξε μάταια στο διαμέρισμα να βρει άλλη, αποφάσισε να αντιμετωπίσει τη βροχή απροστάτευ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=