Για μια χούφτα βινύλια (Pocket)

μαγαζιού. Ξανάριξε τα πάντα στον σάκο φύρδην μίγδην και σηκώ- θηκε βιαστικά. Έσκυψε, ξεκλείδωσε το λουκέτο που ασφάλιζε τα σιδερένια ρολά και έκανε να τα σηκώσει. Έλα όμως που είχαν κολ- λήσει – ξανά! «Αμάν, ρε Φώντα» γκρίνιαξε μέσα από τα δόντια της. «Πότε θα τα φτιάξεις τα γαμορολά, να μη μου βγαίνει η ψυχή κάθε πρωί;» Για άλλη μια φορά θα ήταν αναγκασμένη να ζητήσει τη βοήθεια τουΜανώλη, του φοιτητή που δούλευε στο διπλανό ψιλικατζίδικο/ καπνοπωλείο/πρακτορείο τύπου. O Μανώλης δεν θα είχε καμιά αντίρρηση, το αντίθετο μάλιστα. Όποτε έβρισκε ευκαιρία, τη φλέρ- ταρε με τον αφελή τρόπο του, παρότι η Τατιάνα πρέπει να τον περ- νούσε γύρω στα δέκα χρόνια. Εκείνη τον απέφευγε ευγενικά, κάθε φορά που ο Μανώλης τής πρότεινε να πάνε «σε κανένα μπαράκι, να πιούνε κανένα ποτάκι και να τα πούνε». Η Τατιάνα δεν είχε να πει τίποτα με κανέναν – και κυρίως δεν είχε να πει τίποτα σ’ ένα μπαρά- κι, πίνοντας ένα ποτάκι με τον Μανώλη. Τώρα όμως ήταν αναγκα- σμένη να καταφύγει ξανά στη βοήθειά του. Έσφιξε τη ζώνη της καμπαρντίνας της, πήρε βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα του δι- πλανού μαγαζιού. «Καλή βδομάδα, Μανώλη. Τι κάνεις; Πώς τα πήγες με τα χιόνια το Σαββατοκύριακο;» Και χωρίς να περιμένει την απάντησή του, συμπλήρωσε: «Θα με σώσεις για άλλη μια φορά;». O ψηλός μελαχρινός νεαρός καθόταν τεμπέλικα στο σκαμπό πίσω από τον πάγκο. Μπροστά του είχε ανοιγμένη μια αθλητική εφημερίδα, ένα τασάκι γεμάτο γόπες και ένα μεγάλο άσπρο φλι- τζάνι με πηχτό μαύρο καφέ. Σηκώθηκε αργά από το σκαμπό, τε- ντώθηκε σαν γάτα για να της δώσει την ευκαιρία να θαυμάσει το γυμνασμένο σώμα του και της χαμογέλασε τρυφερά. [ 12 ]

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=