Για μια χούφτα βινύλια (Pocket)

[ 19 ] Φώντας με πήρε στο μαγαζί και βγάζω τα τσιγάρα μου. Και ευτυχώς που η Σάντρα μού έχει αφήσει το σπίτι της και μένω τσάμπα, όσο καιρό θα λείπει στο Εδιμβούργο. Αλλιώς, θα είχα αναγκαστεί να πα- ρατήσω τη διατριβή και να πιάσω δουλειά σε φροντιστήριο». «Ωχ, καλά, εντάξει – τα ξέρω όλα αυτά, τα έχω ξανακούσει. Σε κλείνω τώρα, πνίγομαι. Μην ξεχάσεις να πεις στον Φώντα αυτά που σου είπα. Γεια». Μ’ αρέσει που ανησυχούσα, σκέφτηκε η Τατιάνα. Η Σόνια δεν παθαίνει ποτέ τίποτα. Προσγειώνεται πάντα στα τέσσερα, σαν γά- τα. Εκτός από τον εαυτό της, δεν την ενδιαφέρει κανείς άλλος στον κόσμο. Η Τατιάνα ετοιμαζόταν να ανάψει δεύτερο τσιγάρο, όταν χτύπησε πάλι το τηλέφωνο του μαγαζιού. Το έπιασε στο τρίτο χτύ- πημα. «Nαι;… Η Τατιάνα είμαι. Ποιος;… Ποιος είπες ότι είσαι; O γιος ποιας; Α, έλα, ρε Χάρη, τι κάνεις; Τι κάνει η θεία Σοφία;…Ε, τα έχουν αυτά οι μεγάλοι άνθρωποι. Πώς και με θυμήθηκες;… Τι πράγμα; Δεν καταλαβαίνω τι…Nα σου πω, Χάρη, δεν περνάς από το μαγαζί να τα πούμε; Nαι, αυτό το τηλέφωνο είναι στο δισκάδικο του Φώ- ντα, του πρώην γαμπρού μου. Σίνα και Σόλωνος, απέναντι από τη Nομική. Έλα να σε κεράσω καφέ και μου τα λες όλα». Η Τατιάνα έκλεισε το τηλέφωνο, τέλειωσε το τσάι της και συλ- λογίστηκε: O Χάρης ο Βαρύγλυκος μας έλειπε τώρα! Ααα, δεν θα τα πάμε καλά. Καθόλου καλά. Πώς ξεκίνησε έτσι η βδομάδα;

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=