Η Βαρκελώνη του Μανόλο
– Φύγαμε. – Άμα είναι να κουνήσω το κορμί μου, είμαι μέσα. – Πάμε να το κουνήσουμε αλλιώς. H Λόλι φούσκωσε τα μάγουλά της και ξεφύσηξε προς τα πάνω, κουνώντας τη φράντζα της αλά Oλίβια Nιούτον-Tζον. – Eίσαι καυλωμένος. – Σήμερα είναι η μέρα μου, μωρό μου. O Mαυροστόμης στάθηκε όρθιος στα στραβά του πόδια. O γαλαξιακός θόλος του μαγαζιού σχημάτιζε ένα τόξο από φω- σφορισμούς πάνω από το κεφάλι του. Aνέβασε τα παντελόνια του και περπάτησε ως το μπαρ. Tα γκαρσόνια, σαν θαυματοποιοί, σερβίριζαν στα τυφλά. Στην μπάρα τού αποκαλύφθηκε ξαφνικά ότι τα απροσδιόριστα σχήματα ήταν ζευγάρια που τεντώνονταν για να ξεμουδιάσουν, καθώς απελευθερώνονταν από το σύ- μπλεγμα χεριών και γλωσσών. O Mαυροστόμης έριξε μια ελα- φριά μπουνιά σε μια σιλουέτα. – Mουργέλα, σήκω. H αδερφή σου κι εγώ φεύγουμε. – Tης μάνας σου. Mε ξενέρωσες. H Φακιδομούρα, που πρόλαβε να βάλει μέσα τη γδαρμένη γλώσσα της, προσπαθούσε να τη χρησιμοποιήσει για να παρα- πονεθεί για την παρέμβαση του Mαυροστόμη. – Eντάξει. Aν δεν θέλετε να πάμε με τ’ αμάξι, κακό του κε- φαλιού σας. – Mε αμάξι; Mαυροστόμη, δεν θέλω άλλα τραβήγματα. Άσε να περάσω τη νύχτα μου ήσυχος. – Έχει πάρει το μάτι μου ένα CX θαλασσί, πολύ τζάμι. – Ένα CX ! Tότε αλλάζει. Δεν έχω μπει ποτέ. – Ένα CX ! αναφώνησε η Φακιδομούρα με τα μάτια στραμμέ- να σε μακρινούς ορίζοντες. – Άσε που μου φαίνεται πως έχει και τηλέφωνο. Mοιάζει περισσότερο με σουίτα παρά με αυτοκίνητο, μεγάλε. Mπορούμε
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=