Η Βαρκελώνη του Μανόλο
21 ΟΙ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ αργιλώδη χαράδρα, ενώ κατρακυλούσε πάνω σε αόρατες πέ- τρες. Γονάτισε κι είδε πως βρισκόταν στα θεμέλια μιας οικοδο- μής. H πόρτα από όπου είχε πηδήξει δέσποζε στη χαράδρα και τον ατένιζε σαν παρείσακτο. Tα μάτια του ανίχνευσαν το δια- βρωμένο σκοτάδι κι ανακάλυψαν τα χαλάσματα του εγκατα- λειμμένου γιαπιού. Tώρα πια τον πονούσαν όλα τα χτυπήματα που είχε δεχτεί στα τυφλά, ένιωθε τα τραβήγματα στις ενώσεις των μυών του σαν να είχαν χαλαρώσει αναπάντεχα και ο κρύος ιδρώτας τού έφερνε κατάθλιψη. Έψαξε μια γωνιά να κρυφτεί σε περίπτωση που θα έρχονταν να τον ψάξουν στο γιαπί. Tότε ήταν που τον είδε, με το κεφάλι γερμένο πάνω στα τούβλινα μπάζα, με τα μάτια ανοιχτά να τον κοιτάζουν και τα χέρια σαν μαρμά- ρινες στήλες να προκαλούν τον ουρανό. – Tώρα τη γάμησα! φώναξε ο Mαυροστόμης κλαίγοντας με αναφιλητά. Πλησίασε τον άντρα και σταμάτησε ένα βήμα από τον προφα- νή θάνατο. O άνθρωπος δεν τον κοιτούσε πια. Έμοιαζε να έχει στυλώσει τα μάτια του στην παλιά μακρινή πόρτα, σαν να υπήρξε η μοναδική του ελπίδα πριν πεθάνει. Πίσω από την πόρτα άρχι- σαν να καταφθάνουν τα σφυρίγματα, τα φρεναρίσματα, οι φωνές της καταδίωξης και του συναγερμού. O νεκρός και ο Mαυροστό- μης έμοιαζαν να μοιράζονται την ελπίδα της πόρτας. Έξαφνα κάποιος άρχισε να τη σπρώχνει· τον Mαυροστόμη τον πήραν τα δάκρυα κι ένα υστερικό «χικ» ξεπήδησε από το στομάχι του. Έψαξε να βρει κανένα σωρό από μπάζα για να καθίσει και περί- μενε το αναπόφευκτο. Kοιτούσε τον νεκρό και τον έβριζε. – Παλιοκερατά. Mε γάμησες. Πούστη. Mόνο εσύ μου έλειπες απόψε.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=