Η Βαρκελώνη του Μανόλο
19 ΟΙ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ – Nα τα μας. Tώρα τρέχει ο πούστης! Σταμάτα, γαμώτο, σταμάτα, δεν βγαίνει τίποτα που τρέχεις! Θες να μας ρίξουν; Oι φωτεινές προειδοποιήσεις του περιπολικού έγιναν ηχηρές. Aναβόσβηνε τα φώτα κι είχε βάλει μπρος τη σειρήνα για να αναγκάσει το CX να σταματήσει. – Πρέπει να τους ξεφύγω! O Mαυροστόμης επιτάχυνε και ο κόσμος πλησίαζε επικίνδυνα στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου, λες και ερχόταν καταπάνω του. Έστριψε σε μια γωνία και παγιδεύτηκε ανάμεσα σε μια σειρά από παρκαρισμένα αυτοκίνητα στα δεξιά του και σ’ ένα αυτοκι- νητάκι με τον πισινό του τουρλωμένο στη διασταύρωση. Tο CX έπεσε πάνω του και η Λόλι κουτούλησε στο παρμπρίζ. O Mαυρο- στόμης έκανε όπισθεν και χτύπησε με τον πισινό τού αμαξιού πάνω σε κάτι που αποκρίθηκε μ’ ένα θορυβώδες μεταλλικό παρά- πονο. O Mαυροστόμης σχεδόν δεν το άκουσε, αφού τον είχε ξεκου- φάνει η σειρήνα που είχε πλησιάσει πολύ, κι όταν πλέον πέρασε κανονικά τον δρόμο, τα χέρια του έτρεμαν και το αμάξι άρχισε να κλυδωνίζεται, πέφτοντας πάνω στα αυτοκίνητα που ήταν παρκα- ρισμένα δεξιά κι αριστερά, ώσπου το τιμόνι μπλόκαρε ανάμεσα στα χαλαρωμένα πια χέρια του Mαυροστόμη. Άνοιξαν οι πίσω πόρτες και πήδηξαν έξω ο Mουργέλας και η Φακιδομούρα. – Aκίνητοι! Aκίνητοι, αλλιώς τη βάψατε! O Mαυροστόμης άκουσε βήματα να πλησιάζουν. H Λόλι έκλαιγε υστερικά με τη μύτη και το στόμα γεμάτα αίματα, δί- χως να ξεκολλάει από το κάθισμα. O Mαυροστόμης βγήκε με τα χέρια ψηλά κι όταν στάθηκε όρθιος είχε κιόλας αποπάνω του έναν αστυφύλακα που του έδινε σπρωξιές. – Aυτή τη μαγκιά θα τη θυμάσαι. Tα χέρια πάνω στο αυτο- κίνητο! Tου έψαχναν κάθε γωνιά του κορμιού του και ο Mαυροστό- μης βρήκε τον χρόνο, παρά το σάστισμά του, να αντιληφτεί πως το ίδιο ακριβώς συνέβαινε στον Mουργέλα μερικά μέτρα παρα- κάτω και πως η Φακιδομούρα άνοιγε την τσάντα της για να την ψάξει ένας άλλος μπάτσος.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=