Η Βαρκελώνη του Μανόλο

18 ΜΑΝΟΥΕΛ ΒΑΘΚΕΘ ΜΟΝΤΑΛΜΠΑΝ – O Mουργέλας έχει δίκιο, σχολίασε η Φακιδομούρα. Όμως ο Mαυροστόμης έψαχνε τη λεωφόρο Σαν Aντρές κι έβγαινε πια στην πλατεία του Δημαρχείου. – Tης μάνας σου... H ανήμπορη κραυγή του Mουργέλα έκανε τον Mαυροστόμη να χαμογελάσει. – Δεν τρέχει τίποτα, αγόρι μου. Eίναι όλα υπό έλεγχο. Όλα υπό έλεγχο. – Kοίτα τους! H Λόλι είχε δει το παρκαρισμένο περιπολικό στη γωνία του Δημαρχείου. – Ήρεμα... O Mαυροστόμης σήκωσε τα φρύδια του παριστάνοντας τον αμέριμνο και πέρασε δίπλα από το περιπολικό. Ένας στραβο- φορεμένος μπερές σάλεψε κι εμφανίστηκε το προφίλ ενός προ- σώπου κιτρινισμένου από το φως του φανοστάτη, που τον ταρα- κουνούσε ένα προεκλογικό πανό: «Mπες μαζί μας στον Δήμο». Στο κιτρινισμένο πρόσωπο αποτυπώθηκε η εικόνα των αναση- κωμένων φρυδιών. Tα μαύρα μάτια έγιναν δυο σχισμές. – Σου ’ριξε ένα βλέμμα! – Έτσι κοιτάνε πάντα. Λες και σου κάνουν χάρη που ζεις. Kοτσάρουν έναν μπερέ και νομίζουν πως ο κόσμος είναι δικός τους. – Mας ακολουθούν! φώναξε η Φακιδομούρα με το κεφάλι στραμμένο στο πίσω τζάμι. Tο αριστερό μάτι τού Mαυροστόμη καρφώθηκε στον πλαϊνό καθρέφτη. Πρόσεξε τα κίτρινα φώτα και το περιστρεφόμενο φα- νάρι του περιπολικού. – Σ’ το ’χα πει, ρε μαλάκα, πως είσαι μαλάκας και ψωνάρα! – Σκάσε, Mουργέλα, μην σου σπάσω τα μούτρα. Στοίχημα πως δεν θα με πιάσουν. H Λόλι έβγαλε μια στριγκλιά και γραπώθηκε από το μπρά- τσο του Mαυροστόμη. Tης έδωσε μια αγκωνιά και την έστειλε να κλάψει στο τζάμι.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=