Η Βαρκελώνη του Μανόλο
16 ΜΑΝΟΥΕΛ ΒΑΘΚΕΘ ΜΟΝΤΑΛΜΠΑΝ να το κάνουμε και οι τέσσερις μέσα στο αυτοκίνητο, οι ρόδες αντέχουνε. – Γουστάρω, γέλασε ο Mουργέλας. Θα τηλεφωνήσω στη γριά: Kοίτα να δεις, πηδάω σ’ ένα CX . – Bγείτε με τη Λόλι και περιμένετέ με στη γωνία της χαρτο- ποιίας. O Mαυροστόμης διέσχισε την πίστα κάτω από τις φωτεινές ριπές. Θα έλεγε κανείς ότι τα πόδια του απορροφούσαν τις ηλε- κτρικές εκκενώσεις που εξέπεμπε το λευκό βάθρο, οι οποίες κατέληγαν να γίνουν ένα με τα μαύρα κατσαρά μαλλιά του. – Συνέχεια εδώ στέκεσαι, μπάρμπα. Σαν ταχυδρομικό κουτί είσαι, είπε στον πορτιέρη περνώντας. – Kάτσε εσύ στη θέση μου κι εγώ πάω μέσα να γλεντήσω. Tεμπέλαρε! – Mην μας πεις και την ιστορία της ζωής σου. O Mαυροστόμης ένιωσε να τον προστατεύει το σκοτάδι όσο απομακρυνόταν από τη φωτεινή επιγραφή της ντισκοτέκ που αναβόσβηνε. Έχωσε το χέρι του στη δεξιά τσέπη του παντελο- νιού του και άγγιξε το αντικλείδι που ήταν ακουμπισμένο εκεί όπου του φούσκωνε ένα αρχίδι. Xάιδεψε το αρχίδι του μέσα από την τσέπη του. Έπειτα έβγαλε το χέρι του και χούφτωσε και τα δυο του αρχίδια σαν να ήθελε να τα τακτοποιήσει ή να δοκιμά- σει την αντοχή τους. Mε φυσικότητα πλεύρισε το CX , έβαλε το αντικλείδι και η πόρτα άνοιξε με ένα αποφασιστικό τρίξιμο λες και ξεκλείδωνε χρηματοκιβώτιο. Tο αυτοκίνητο μύριζε μουνί πλούσιας γυναίκας, συλλογίστηκε ο Mαυροστόμης. Mαλάκα, πούρα! Kαι καπάκι, ένα μπουκαλάκι με ουίσκι. Άνοιξε το καπό. Έκανε την ένωση με τα καλώδια, σαν να χάιδευε μαλλιά. Έκλει- σε το καπό. Kάθισε στο αυτοκίνητο με την αυτοπεποίθηση και την κομψότητα που θα διέθετε ο ιδιοκτήτης του. Ήπιε δίχως να ακουμπήσει το στόμα του στο μπουκαλάκι τού ουίσκι. Άναψε ένα πούρο. Έβαλε μπρος, μαλακά, και γύρισε απότομα το τιμό- νι, ώστε η στροφή του αυτοκινήτου να ακουστεί στη διπλανή διασταύρωση του δρόμου. Πέρασε μια γαλαρία από παλιά τού-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=