Αυτοί που επέζησαν
J A N E H A R P E R 18 Είχε να τη δει εδώ και –προσπάθησε να υπολογίσει– πολλά χρόνια, τέλος πάντων, έτσι στο μυαλό του είχε ακόμη την εικό- να μιας δεκαοχτάχρονης. Τότε ήταν ψηλή και λυγερόκορμη, αυτό που οι ενήλικοι χαρακτήριζαν «κλασική ομορφιά» και οι έφηβοι «θεογκόμενα». Σύχναζε στην παραλία, έχοντας τα κα- στανά σγουρά μαλλιά της πιασμένα ψηλά σε αλογοουρά, την οποία παραμέριζε ανυπόμονα όταν έκλεινε το φερμουάρ της στολής κατάδυσης. Θα ήταν ακόμη ψηλή, προφανώς, και πιθα- νότατα ακόμη όμορφη. Τα κορίτσια που γεννιούνται με την εμφάνιση της Ολίβια συνήθως τη διατηρούν. Ο Ας έμεινε με το κινητό στο αυτί για λίγο, μετά το έκλεισε, κοιτάζοντας κάπως σκυθρωπός την οθόνη. Σήκωσε το κεφάλι του και ο Κίρεν ξαφνιάστηκε ακούγοντάς τον να φωνάζει πέρα στην παραλία. «Έι! Μπρόντι!» Η νεαρή κοπέλα είχε σταματήσει το ψάξιμο στην παραλία και τώρα καθόταν σκυμμένη στην ακροθαλασσιά, εστιάζοντας τον φακό μιας φωτογραφικής μηχανής σε κάτι πάνω στην άμμο. Σήκωσε τα μάτια της ακούγοντας τον Ας, μετά στάθηκε όρθια και η θαλασσινή αύρα ανέμισε τη φούστα της. «Η συγκάτοικος της Λιβ» είπε ο Ας στον Κίρεν και τη Μία, πριν δείξει προς το εξοχικό και φωνάξει πάλι. «Είναι σπίτι η Ολίβια;» Η κοπέλα –η Μπρόντι, υπέθεσε ο Κίρεν– κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, κάπως έντονα λόγω της απόστασης. Όχι . Περισ- σότερο είδαν παρά άκουσαν τη λέξη, που την άρπαξε ο άνεμος. ΟΑς έκανε το χέρι του χωνί γύρωαπό το στόμα του. «Πού είναι;» Σήκωμα των ώμων. Δεν ξέρω . «Καλά, εντάξει». Ο Ας ξανακοίταξε το κινητό του, πιο σκυ- θρωπός τώρα. «Δεν ξέρω. Αλλά ακούστε, δουλεύει απόψε, οπό- τε δεν πάμε όλοι για κανένα ποτό; Θα σας δει εκεί».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=