Αυτή η γλυκιά αρρώστια
Α Υ Τ Η Η Γ Λ Υ Κ Ι Α Α Ρ Ρ Ω Σ Τ Ι Α 15 µια στιγµή αργότερα είδε κι ο Nτέιβιντ αυτό που είχε δει εκεί νη: Ήταν ο Γουές. Καθόταν στα σκαλιά. «Μπα, µπα» έκανε χαµηλόφωνα ο Γουές, κοιτάζοντας το κορίτσι. «∆εν πιστεύω να ξύπνησες την κυρία Μακ, Γουές;» ρώτησε ο Nτέιβιντ. «Όχι· µόνο κάποιον από τους γέρους στο ισόγειο» είπε ο Γουές και υποκλίθηκε στο κορίτσι. «Καλύτερα να σας καληνυχτίσω» της είπε ο Nτέιβιντ ήσυχα. «∆εν θα µας συστήσεις;» ρώτησε ο Γουές. «Συγγνώµη. O Γουές Καρµάικλ. Η δεσποινίς…» «Μπρέναν» είπε το κορίτσι. «Έφι». «Έφι» επανέλαβε ο Γουές χαµογελαστός. «Τι κάνετε;» «Ευχαριστώ, εσείς, κύριε Καρµάικλ. Λοιπόν, εγώ σας αφήνω. Καληνύχτα σας, κύριε Κέλσι». «Καληνύχτα». Προτού καλά καλά εκείνη προλάβει να ξεκλειδώσει την πόρ τα, ο Γουές είπε µ’ επιτακτικό και απόλυτο τόνο: «Nτέιβ, θέλω να ’ρθεις σπίτι µαζί µου. Μη µου φέρεις αντίρρηση. ∆εν αντέχω να τσακωθούµε. Αρκετούς τσακωµούς τράβηξα απόψε». «Είναι αργά, Γουές, είναι αργά». O Nτέιβιντ απέσπασε το µπράτσο του µαλακά από τη λαβή του Γουές. «Όχι, θα έρθεις. Θα καταφέρεις περισσότερα εσύ πατώντας απλώς το πόδι σου στο σπίτι απ’ ό,τι εγώ παρλάροντας ως το πρωί. Λόγια! Τι ωφελούν τα λόγια µε τη Λόρα!» «Μια ακόµα άσχηµη νύχτα;» O Γουές στάθηκε παραπατώντας, µε το πρόσωπο κρυµµένο στα χέρια του. «Είχαν έρθει κάτι φίλοι για ένα ποτό. ∆ικοί µου φίλοι, και καθυστέρησαν να φύγουν. Είχε αρχίσει να της τη δίνει προτού ακόµη φύγουν. Έλα µαζί µου, Nτέιβ, σε παρακαλώ. Θα πάµε µε τ’ αυτοκίνητό µου».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=