Αυτή η γλυκιά αρρώστια

P A T R I C I A H I G H S M I T H 12 Έσκυψε πάνω από τη σοκολάτα της, µύρισε το άρωµά της, και, µολονότι ο Nτέιβιντ δεν την κοίταζε, ήταν σίγουρος πως σκούπισε κρυφά το κουταλάκι µε τη χαρτοπετσέτα, προτού το βουτήξει στο φλιτζάνι της, κι έπαιξε µε τη νερωµένη σαντιγί, ανακατεύοντάς την ξανά και ξανά στη σοκολάτα. «∆εν πιστεύω να ήσασταν στο σινεµά απόψε, κύριε Κέλσι;» «Όχι, δεν πήγα σινεµά». «∆εν χάσατε και τίποτα. Αλλά εµένα µ’ αρέσουν όλες σχε­ δόν οι ταινίες. Μπορεί να φταίει που δεν έχω πια τηλεόραση. Εκεί που έµενα πριν, µαζί µε κάτι άλλες κοπέλες, είχαµε τηλεό­ ραση, αλλά ήταν µιας που µετακόµισε. Και στο σπίτι µου είχα τηλεόραση, αλλά έχω να πάω σπίτι µου έξι µήνες. ∆εν ζω πια εκεί, θέλω να πω. Είµαι απ’ το Έλενβιλ. Oύτε εσείς είστε από εδώ, ε;» «Όχι. Από την Καλιφόρνια». «Α, από την Καλιφόρνια!» είπε µε δέος εκείνη. «Ε, το Φρούντσµπεργκ δεν είναι τίποτα σπουδαίο, αλλά είναι µεγαλύ­ τερο από το µέρος που ζούσα. Που δεν έλεγε τίποτα, φυσικά». Ξανά το πλατύ χαµόγελο. Είχε φαρδιά τετράγωνα µπροστινά δόντια και µάλλον λεπτό πρόσωπο. «Εδώ έχω βρει µια καλή δουλειά: γραµµατέας στην ξυλαποθήκη του Nτίπιου. Μπορεί και να την ξέρετε. Έµενα και σ’ ένα όµορφο διαµέρισµα, αλλά ένα απ’ τα κορίτσια που το µοιραζόµασταν παντρεύτηκε, κι έτσι αναγκαστήκαµε να το ξενοικιάσουµε. Τώρα λοιπόν ψάχνω ξανά για διαµέρισµα, µέσα στις οικονοµικές µου δυνατότητες. ∆εν µπορώ να πω πως θα µ’ άρεσε να µείνω για πάντα στης κυρίας ΜακΚάρτνεϊ». Γέλασε. O Nτέιβιντ δεν είχε τι να πει. «Εσάς πώς σας φαίνεται;» «Α, καλό». Έσκυψε και ρούφηξε πάλι τη σοκολάτα της. «Ε, για έναν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=