Αυτή η γλυκιά αρρώστια
P A T R I C I A H I G H S M I T H 10 Nτέιβιντ έφτασε µπροστά στην πινακίδα Α∆ΙΕΞO∆O, πήδηξε έναν χαµηλό ασπροβαµµένο φράχτη και πέρασε σε µια περιοχή στρωµένη µε χαλίκι· σταύρωσε τα χέρια του και κοίταξε µπρο στά του τη µαυρίλα του ποταµιού. ∆εν µπορούσε να το διακρί νει ακριβώς, το µύριζε όµως· ήξερε πως ήταν εκεί, γκριζοπρά σινο, βαθύ, κυµατιστό και λίγο πολύ βρόµικο. Είχε φύγει από το ξενοδοχείο χωρίς το σακάκι του, κι ο φθινοπωρινός αέρας έτσουζε. Στάθηκε πέντε έξι λεπτά, ύστερα έκανε µεταβολή και ξαναπήδηξε τον χαµηλό φράχτη. Στην επιστροφή βρέθηκε µπροστά στο ρεστοράν του Άντι, ένα αλουµινένιο βαγόνι που το είχαν στήσει στη γωνία ενός αδειανού οικοπέδου, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Μπή κε µέσα δίχως να θέλει να φάει, καλά καλά ούτε και να ζεστα θεί. Υπήρχαν µονάχα δύο πελάτες, άντρες, καθισµένοι σε δυο σκαµπό µακριά ο ένας από τον άλλο, κι ο Nτέιβιντ πήγε και κάθισε ανάµεσά τους, τηρώντας ίσες αποστάσεις. O χώρος µύ ριζε τηγανητό χάµπουργκερ και κάτι από εκείνο το νεροµπού λι τον καφέ που απεχθανόταν ο Nτέιβιντ. Το µέρος το δούλευε ο Σαµ, ένας καλοφτιαγµένος αργοκίνητος άντρας, και η γυναί κα του. Κάποιος είχε πει στον Nτέιβιντ πως ο Άντι είχε πεθάνει κάνα δυο χρόνια πριν. «Πώς είµαστ’ απόψε;» πέταξε κουρασµένα ο Σαµ, χωρίς καν να τον κοιτάζει, και σκούπισε µηχανικά τον πάγκο µε το κου ρελόπανο που κρατούσε. «Μια χαρά. Έναν καφέ, σε παρακαλώ». «Σκέτο;» «Nαι». Με γάλα και ζάχαρη ο καφές πήγαινε µάλλον προς τσάι και σίγουρα δεν θα τον τόνωνε. O Nτέιβιντ στήριξε τους αγκώνες του στον πάγκο, έκλεισε γροθιά την ξεπαγιασµένη δεξιά του παλάµη και την έσφιξε µε την αριστερή. Ατένισε αδιάφορα την έγχρωµη φωτογραφία απέναντί του, που διαφήµι
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=