Αυτή η γλυκιά αρρώστια

9 1 H ζήλια και πάλι η ζήλια δεν άφησε τον Nτέιβιντ να κοιµηθεί, τον σήκωσε απ’ το ανάστατο κρεβάτι του και τελικά τον έβγαλε στους δρόµους να περπατήσει. Είχε συµβιώσει πάντως τόσον καιρό µ’ αυτό το συναίσθηµα, ώστε οι συνηθισµένες εικόνες και τα λόγια, µε τον άµεσο και προ­ φανή αντίκτυπο στην καρδιά, δεν του έρχονταν πια στο µυαλό. Τώρα ήταν απλούστατα η Κατάσταση. Η Κατάσταση ήταν αυτό που ήταν, εδώ και σχεδόν δύο χρόνια. Ανώφελο ν’ ασχοληθεί κανείς µε τις λεπτοµέρειες. Η Κατάσταση ήταν, σαν να λέµε, µια πέτρα ασήκωτη, που του πλάκωνε το στήθος µέρα νύχτα. Το βράδυ και τη νύχτα, που δεν δούλευε, ήταν λίγο χειρότερα, τίποτ’ άλλο. Oι δρόµοι στη γειτονιά µε τα εξαθλιωµένα κι ετοιµόρροπα σπίτια ήταν έρηµοι και βυθισµένοι στο σκοτάδι· ήταν λίγο µετά τα µεσάνυχτα. O Nτέιβιντ έστριψε στη γωνία και πήρε την κα­ τηφόρα για το ποτάµι, τον Χάντσον. Άκουσε πίσω του τον αµυ­ δρό θόρυβο µηχανής αυτοκινήτων που βάζουν µπρος: σχολούσε το σινεµά στην οδό Μέιν. Ανέβηκε στο πεζοδρόµιο κι απέφυγε µ’ ελιγµό τον κορµό ενός δέντρου που είχε φυτρώσει λοξά µέσα στις πλάκες. Στο πάνω γωνιακό δωµάτιο ενός ξύλινου διώροφου έφεγγε ένα κιτρινωπό φως. Κάποιος που διάβαζε ως αργά ή κάποιος που πήγαινε στο µπάνιο; αναρωτήθηκε ο Nτέιβιντ. Τον προσπέρασε ένας µεθυσµένος που παραπατούσε νωχελικά. O

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=