Αυτή η γλυκιά αρρώστια

P A T R I C I A H I G H S M I T H 18 που τη θυµόταν. Έπειτα ακολούθησε µια απότοµη κάθοδος στην κόλαση κι αυτός ήταν ο τόπος που ζούσε πια ο Γουές. Πολύ συχνά τα βράδια ο Γουές κατέφευγε στον Nτέιβιντ για να γλιτώσει από τη γλώσσα της Λόρας και από τη νευρωτική µανία της µε το νοικοκυριό. O Nτέιβιντ ένιωθε οίκτο για τον Γουές τα Σαββατοκύριακα, όταν η Λόρα, παρόλο που είχε τις καθηµερινές στη διάθεσή της γιατί δεν ήταν εργαζόµενη, έφερ­ νε το σπίτι τα πάνω κάτω επειδή, καθώς έλεγε ο Γουές, τον κατηγορούσε πως αναστάτωνε τα δωµάτια στα καλά καθούµε­ να. O Nτέιβιντ ξανακούνησε το κεφάλι του: N’ αφήνεις κάτι πολύτιµο όπως είναι ο γάµος να σαπίζει σαν µήλο µπροστά στα µάτια σου! Ποτέ δεν θα συνέβαινε σ’ αυτόν και στην Άναµπελ, ορκίστηκε. Στη σκέψη της Άναµπελ ένας ζεστός, τρυφερός παλµός διαπέρασε το κορµί του, σαν να κλότσησε ελαφρά η καρδιά του. Βρισκόταν κοντά στην είσοδο της κυρίας ΜακΚάρτνεϊ. Άκουσε να χτυπάει το τηλέφωνο προτού ακόµη φτάσει στα σκαλοπάτια. Ξεκλείδωσε την πόρτα, µπήκε στο χολ κάνοντας όσο πιο σιγά µπορούσε, σήκωσε σβέλτα κι αθόρυβα το ακου­ στικό µέσα στο σκοτάδι. «Εµπρός» σιγοψιθύρισε. «Nτέιβ, ο Γουές είµαι πάλι. Κοιµόταν, δόξα τω Θεώ. Πώς σου φαίνεται;» «Καλό». «Άκου τώρα. Θέλω να σε δω αύριο το βράδυ. Σε καλώ να φάµε έξω. Nα πάµε κάπου να κάτσουµε και να πιούµε µια δυο µπίρες, µπορεί και…» «Αύριο είναι Παρασκευή, Γουές». «Ωχ, Θεέ µου. Έχεις δίκιο». «Με συγχωρείς, αγόρι µου, διαφορετικά θα…» «Ξέρω, ξέρω» τον διέκοψε ο Γουές, κι ένας τόνος δυστυχίας είχε χρωµατίσει τη φωνή του. «Εντάξει, φίλε. Θα τα πούµε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=